Σάββατο, 25 Οκτωβρίου, 2025
Τι «μαγειρεύεται» με τον εκλογικό νόμο; Το plan B Μητσοτάκη, το στοίχημα
Κίνδυνοι για τη Δημοκρατία και οι προειδοποιήσεις των ειδικών - Το «Βήμα»
καταγράφει τις απόψεις συνταγματολόγων και πολιτικών επιστημόνων.
Το εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα δεν
είναι παρά ο καθρέφτης της πολιτικής μας ανωριμότητας. Η ιστορία των ελληνικών
εκλογικών συστημάτων είναι γεμάτη «οβιδιακές μεταλλάξεις», αποτέλεσμα
αποκλειστικά βραχυπρόθεσμων κομματικών σκοπιμοτήτων. Αυτός ο θεσμικός
παραλογισμός, όπως τονίζουν οι ειδικοί, μετατρέπει τον θεμελιώδη εκλογικό νόμο σε
«χειραγωγούμενο εργαλείο», οδηγώντας σε μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης του
πολιτικού συστήματος.
Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν, κινήθηκαν με γνώμονα τον μικροκομματισμό και τον καιροσκοπισμό, μετατρέποντας τον νόμο σε εργαλείο αυτοδυναμίας έναντι της ισοδυναμίας
της ψήφου. Το «Βήμα» θέτει στο μικροσκόπιο τον διάλογο που πραγματοποίησαν
κορυφαίοι συνταγματολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες στην πρόσφατη εκδήλωση του
Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» για τις διαχρονικές παθογένειες που κατατρέχουν
το εκλογικό σύστημα.
Δημήτρης Βερβεσός
«Το εκλογικό σύστημα έχει μετατραπεί σε ένα χειραγωγούμενο κομματικό
εργαλείο»
Την έναρξη των εργασιών χαιρέτισε ο Πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, ο οποίος με την τοποθέτησή του έθεσε εμφατικά το πλαίσιο της προβληματικής, τονίζοντας τον κίνδυνο της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.
κ. Βερβεσός υπογράμμισε ότι η ιστορία των ελληνικών εκλογικών συστημάτων θυμίζει ένα «πραγματικό εκκρεμές». «Πλειοψηφικό, εκλογές βίας και νοθείας, τριφασικό, απλή αναλογική, ενισχυμένη αναλογική, σύστημα μπόνους», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας: «Έχουμε βιώσει μια σειρά από οβιδιακές μεταλλάξεις, οι οποίες υπαγορεύονται κυρίως από βραχυπρόθεσμες κομματικές σκοπιμότητες. Το εκλογικό σύστημα έχει μετατραπεί σε ένα χειραγωγούμενο κομματικό εργαλείο».
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΔΣΑ, η επιλογή ενός συγκεκριμένου εκλογικού
συστήματος δεν είναι απλώς μια τεχνική απόφαση, αλλά «μια
επιλογή φορτισμένη με αξιολογικές κρίσεις και δικαιοπολιτικές επιδιώξεις». Η ασταθής αυτή πορεία, όπως σημείωσε, υπονομεύει τη νομιμοποίηση του
πολιτικού συστήματος: «Όταν οι κανόνες
του παιχνιδιού αλλάζουν συνεχώς και κάθε πολιτική δύναμη προσπαθεί να
διαμορφώσει το εκλογικό σύστημα με τρόπο που να την εξυπηρετεί, το ίδιο το
πολιτικό σύστημα χάνει τη νομιμοποίησή του».
Αναφερόμενος στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 54, η οποία προβλέπει την εφαρμογή του εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες εκλογές, ο κ. Βερβεσός τόνισε πως κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά εξέφρασε
αμφιβολίες για την επάρκειά της.
Εντούτοις, ο κ. Βερβεσός υπενθύμισε ότι η ιστορία έχει διδάξει πως κανένας
εκλογικός νόμος δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την εκδήλωση της λαϊκής
βούλησης, επισημαίνοντας ότι οι κυβερνητικές πλειοψηφίες συχνά υπερτιμούν τη
σημασία αυτού του παράγοντα. Ως παράδειγμα χρησιμοποίησε το 1989, όταν το ΠαΣοΚ
θέσπισε την απλή αναλογική με σκοπό να εμποδίσει την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας
στην εξουσία. «Παρά τις προσπάθειες αυτές, η αλλαγή δεν αποτράπηκε», κατέληξε.
Κώστας Χρυσόγονος
«Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια χώρα πανευρωπαϊκά στην παραγωγή συνταγματικών
κειμένων. Ακόμη χειρότερη είναι όμως η αστάθεια ως προς τα εκλογικά μας
συστήματα, η οποία συνεχίζεται ακάθεκτη και μετά το 1975 και τη θέσπιση του
ισχύοντος Συντάγματος»
Ο Κώστας Χρυσόγονος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο
ΑΠΘ, σκιαγράφησε μια κριτική ιστορική διαδρομή, τονίζοντας την έλλειψη «θέλησης
για κανονικότητα» στην ελληνική κοινωνία, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη
Γερμανία. «Γι’ αυτό και εκεί υπάρχει ένα μόνο εκλογικό σύστημα τα
τελευταία 75 χρόνια, ενώ σε εμάς οι “κουτοπονηριές” του εκλογικού συστήματος
συνεχίζονται αδιάκοπα», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Χρυσόγονο, η αστάθεια των εκλογικών συστημάτων είναι
χειρότερη και από την πληθώρα συνταγματικών κειμένων στη χώρα. Οι αλλαγές είναι
τόσο στοχευμένες, που οδηγούν σε έναν «οιονεί
χορό εκλογικών συστημάτων», όπου, ωστόσο,
«ο χορογράφος, δηλαδή το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, συχνά
αποτυγχάνει στους στόχους του επειδή οι χορευτές, δηλαδή οι ψηφοφόροι,
συμπεριφέρονται με απροσδόκητους τρόπους». Αναφερόμενος στην περίοδο από το 1822 έως το 1964, σημείωσε ότι
εφαρμόστηκαν τουλάχιστον 25 νομοθετήματα, με εξαμβλωματικές συνέπειες, όπως η
μετατροπή της εκλογικής μειοψηφίας σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία (1933, 1958) ή
η παραλίγο πλήρης εξαφάνιση της αντιπολίτευσης.
Εστιάζοντας στη Μεταπολίτευση, ο κ. Χρυσόγονος σημείωσε ότι η βία και η
νοθεία εξέλιπαν, αλλά τα εκλογικά συστήματα που εφαρμόστηκαν ήταν άμεση
συνέχεια του προδικτατορικού συστήματος της «ενισχυμένης» αναλογικής, η οποία,
παρότι αποκαλούνταν έτσι, ήταν στην πραγματικότητα ψευδεπίγραφη και
εξασθενημένη. Η «λεγόμενη ενισχυμένη» εξασφάλιζε περιορισμένη εκπροσώπηση των
μικρών κομμάτων και αντίστοιχη πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, διευκολύνοντάς
το να επιτύχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το σύστημα αυτό, τόνισε ο
καθηγητής, οδηγούσε στην απομόνωση της Αριστεράς, η οποία εξασφάλιζε
εκπροσώπηση, αλλά δεν μπορούσε να διαδραματίσει ρυθμιστικό ρόλο για τον
σχηματισμό κυβέρνησης.
Ανέλυσε δε τις κρίσιμες καμπές των αλλαγών. Τον Μάρτιο του 1989, η
κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, μπροστά στην επαπειλούμενη εκλογική ήττα, κατέθεσε
νομοσχέδιο με το αναλογικότερο σύστημα στην ελληνική ιστορία. Παραδόξως, αυτό
υπερψηφίστηκε και από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία ήθελε να φανεί αρεστή στα
κόμματα της Αριστεράς, με τα οποία είχε ήδη αναλάβει κοινές πολιτικές
πρωτοβουλίες.
Το αποτέλεσμα, ο νόμος 1847/89, σημείωσε αδιαμφισβήτητη επιτυχία από
αριθμητική άποψη, καθώς αυτοδύναμη πλειοψηφία δεν προέκυψε από καμία εκλογική
αναμέτρηση του 1989-90, ούτε καν τον Απρίλιο του 1990, όταν η Νέα Δημοκρατία
έλαβε το 47% των ψήφων. Ωστόσο, ο κ. Χρυσόγονος κατέληξε πως από πολιτική άποψη
αποδείχθηκε οικτρή αποτυχία, αφού ούτε την άνοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης
στην εξουσία κατάφερε να ματαιώσει, ούτε και τις ποινικές διώξεις σε βάρος
μελών της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ να αποτρέψει. Η δε επίδρασή του έληξε άδοξα τον
Σεπτέμβριο του 1993, όταν η ανεξαρτητοποίηση μόλις δύο βουλευτών οδήγησε την
κυβέρνηση Μητσοτάκη στην απώλεια της δεδηλωμένης.
Το 1990 επανήλθαν σε ισχύ οι διατάξεις των προγενέστερων νόμων του 1985 για
το εκλογικό σύστημα, με σημαντικές τροποποιήσεις. Παρέμεινε η βασική φιλοσοφία
της ενισχυμένης αναλογικής και η ανακύκλωση χρησιμοποιημένων ψήφων, αλλά
προστέθηκαν τρεις νέες παράμετροι: η δυσμενής μεταχείριση των συνασπισμών, η
ρήτρα αποκλεισμού του 3% των έγκυρων ψήφων (με σαφή πολιτική υστεροβουλία και
σκοπιμότητα) και η εξομάλυνση της αντιστοιχίας ψήφων και εδρών.
Τέλος, ο κ. Χρυσόγονος αναφέρθηκε στους νόμους της πρόσφατης περιόδου: στον
νόμο 4406/2016 (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) που κατάργησε την πριμοδότηση (επίσης με πολιτικές
σκοπιμότητες), ο οποίος δεν ίσχυσε άμεσα, και στον νόμο 4654/2020 (ΝΔ) που
επανέφερε την πριμοδότηση.
Επισήμανε ότι ούτε αυτό το νομοθέτημα συγκέντρωσε την πλειοψηφία των 2/3,
με αποτέλεσμα να εφαρμοστεί η απλή αναλογική στις εκλογές του Μαΐου του 2023,
οδηγώντας στις εκλογές του Ιουνίου 2023 με το νέο σύστημα, οπότε και προέκυψε η
αναμενόμενη αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Καταλήγοντας, ο καθηγητής τόνισε
ότι τουλάχιστον από το 1923, τα εκλογικά συστήματα έχουν φωτογραφικό χαρακτήρα,
αντανακλώντας τις ανάγκες και τις εκτιμήσεις του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος
για τη μελλοντική του απήχηση.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
«Στην Ελλάδα το ένστικτο εξουσίας του κυρίαρχου κόμματος επικρατεί πάντα,
και συνεπώς, δεν αποκλείω την αλλαγή του εκλογικού συστήματος»
Στην κριτική των κομματικών σκοπιμοτήτων προστέθηκε και η θέση του Χαράλαμπου Ανθόπουλου, καθηγητή
Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ, ο οποίος επέκτεινε την προβληματική πέρα από τη
χειραγώγηση του εκλογικού συστήματος από το κυβερνών κόμμα.
Ο κ. Ανθόπουλος τόνισε πως εξόχως προβληματική είναι η στάση του
Εκλογοδικείου, το οποίο, κατά την άποψή του, «ουσιαστικά
αναπαράγει τη λογική του παλαιού εκλογοδικείου της ενισχυμένης αναλογικής. Το
μόνο μέλημα του, τότε όπως και τώρα, είναι να προφυλάξει την εκάστοτε κυβέρνηση
από τον κίνδυνο να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Αναφερόμενος στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, όπου «ήδη
στη δημόσια σφαίρα υπάρχει ένας προεκλογικός πυρετός», σημείωσε ότι η υπόθεση ότι οι εκλογές του 2019 αποκατέστησαν ένα είδος
δικομματισμού αποδείχτηκε εσφαλμένη. Οι διπλές εκλογές του 2023, με την
υπερτριπλάσια διαφορά εδρών της Νέας Δημοκρατίας από το ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησαν σε
σημαντική διαφοροποίηση. Η πρόσφατη «ασυνήθιστα μεγάλη
πτώση» του πρώτου κόμματος στις ευρωεκλογές και η αδυναμία
του, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, να διατηρήσει τα αποτελέσματα του 2023, «δημιουργούν
την εντύπωση ότι η διαδικασία να αποκτήσουμε ένα επικυρίαρχο κόμμα μπορεί να
διακοπεί προτού καν ολοκληρωθεί».
Ο καθηγητής έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορεί το κυβερνών κόμμα να
επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα του ως κυρίαρχου έχοντας λιγότερες ψήφους και έδρες;
Ένας τρόπος θα ήταν η αλλαγή στο εκλογικό σύστημα. Παρόλο που ο Πρωθυπουργός δήλωσε στη ΔΕΘ ότι δεν έχει πρόθεση να αλλάξει το εκλογικό
σύστημα, ο κ. Ανθόπουλος επισήμανε ότι στην Ελλάδα το ένστικτο
εξουσίας του κυρίαρχου κόμματος επικρατεί πάντα, και συνεπώς, «δεν
αποκλείω την αλλαγή του εκλογικού συστήματος».
Σε αυτό το πλαίσιο, προειδοποίησε για τον κίνδυνο της συνταγματικής κρίσης.
Συγκεκριμένα, η αύξηση της ρήτρας εισόδου από 3% σε 5%, σε συνδυασμό με το
ισχύον κλιμακωτό σύστημα μπόνους ή την πιθανότητα απροϋπόθετου μπόνους, θα
οδηγούσε σε μια πολύ μεγάλη κρίση. Ο λόγος είναι ότι η βασική επιδίωξη θα είναι
«να επιτευχθεί αυτοδυναμία με ποσοστά 34-35%, δηλαδή με
ποσοστά που προσιδιάζουν σε πλειοψηφικά συστήματα». Υπενθύμισε δε ότι ακόμα και στην εποχή της ενισχυμένης αναλογικής, δεν
είχαμε ποτέ αυτοδυναμία με 35%. Καταλήγοντας σε αυτό το σημείο, ο κ. Ανθόπουλος
εξέφρασε την άποψη ότι το Σύνταγμα απαγορεύει μια αυτοδυναμία με 35%, καθώς «ό,τι
είναι εφικτό πολιτικά δεν σημαίνει ότι είναι και συνταγματικά εφικτό».
Παρά τις προκλήσεις, ο κ. Ανθόπουλος έκλεισε την τοποθέτησή του με μια
αισιόδοξη νότα για την κυβερνησιμότητα. Υπογράμμισε ότι το ελληνικό Σύνταγμα
είναι το μόνο κοινοβουλευτικό Σύνταγμα στον ευρωπαϊκό χώρο που κατοχυρώνει
άμεσα ή έμμεσα όλες τις μορφές κυβέρνησης. Αυτές περιλαμβάνουν μονοκομματικές
κυβερνήσεις, κυβερνήσεις μειοψηφίας (βάσει του άρθρου 84), διάφορους τύπους
κυβερνήσεων συνεργασίας, οικουμενικές κυβερνήσεις, κυβερνήσεις τεχνοκρατών,
καθώς και κυβερνήσεις όπου ο Πρωθυπουργός δεν είναι ο αρχηγός του πρώτου
κόμματος. «Η Ελλάδα έχει κοινοβουλευτική ιστορία 150 χρόνων και έχει
κυβερνήσεις συνεργασίας από το 1950-51.» Συνεπώς, όσον αφορά την κυβερνησιμότητα υπό την έννοια της πολιτικής
σταθερότητας, «δεν βλέπω να υπάρχει ζήτημα, καθώς το Σύνταγμα
παρέχει λύσεις».
Παναγιώτης Κουστένης
«Ο βασικότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει σήμερα το κυβερνών κόμμα είναι η
αποσυσπείρωση»
Ο Παναγιώτης Κουστένης, Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης,
εστίασε στην κρισιμότερη τομή των τελευταίων ετών: την εισαγωγή του μπόνους το
2004. Όπως σημείωσε, η ιστορία των εκλογικών συστημάτων στην Ελλάδα
χαρακτηρίζεται από την τρομερή ποικιλία και την εναλλαγή των κανόνων, οι οποίοι
μάλιστα επέρχονταν λίγο πριν την εκλογική αναμέτρηση. Ωστόσο, η μεγάλη τομή
είναι η εισαγωγή του μπόνους, καθώς αυτό «για
πρώτη φορά αλλάζει την εκλογική πολιτική στην Ελλάδα, απομακρύνοντας τον
εκλογικό ανταγωνισμό από τη λογική της κλιμακωτής εκπροσώπησης».
Ο κ. Κουστένης εξήγησε ότι δημιουργείται μια εκπροσώπηση δύο ταχυτήτων: το
μπόνους, λειτουργώντας απολύτως για τις 40 (και στη συνέχεια 50) έδρες, δίνει
στο πρώτο κόμμα μια ισχυρή εκπροσώπηση, αντίστοιχη με αυτήν που παραδοσιακά
γνωρίζαμε στην ενισχυμένη αναλογική, ενώ όλα τα υπόλοιπα κόμματα εκπροσωπούνται
εξίσου.
Ο καθηγητής τόνισε τη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού που επήλθε λόγω του
μπόνους. Παλιότερα υπήρχε ισχυρός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων
για το ποιο θα είναι πρώτο και θα λάβει το μπόνους. Όμως, από τη στιγμή που η
απόσταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος άρχισε να διευρύνεται, το
δεύτερο κόμμα ουσιαστικά δεν διεκδικούσε πια την πλειοψηφία. Αυτό, όπως φάνηκε
ξεκάθαρα στις εκλογές του 2023, οδήγησε στην εμφάνιση του κυρίαρχου
μονοκομματικού συστήματος.
Παρόλα αυτά, ο κ. Κουστένης υπενθύμισε ότι μια ισχυρή κοινωνική δυναμική
δεν μπορεί να ανατραπεί απλά από το εκλογικό σύστημα, φέρνοντας ως παράδειγμα
τον εκλογικό σεισμό του 2012, ο οποίος οδήγησε στον μεγαλύτερο κατακερματισμό
της ψήφου στην ιστορία της Ελλάδας, ακόμα και με το μπόνους των 50 εδρών. Ο
βασικότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει σήμερα το κυβερνών κόμμα είναι η
αποσυσπείρωση.
Συγκεκριμένα, αν το εκλογικό σώμα εμπεδώσει την ιδέα ότι «οι επόμενες εκλογές δεν αποσκοπούν
στην εκλογή κυβέρνησης», αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει φυγόκεντρες τάσεις. Έτσι, παρόλο που η Νέα
Δημοκρατία αναμένεται να βγει πρώτη, ενδέχεται να υπολείπεται του 25% και να
χάσει το μπόνους, παρά το γεγονός ότι δημοσκοπικά φαίνεται να κινείται κοντά
στα ποσοστά των ευρωεκλογών του 28%.
Κωνσταντίνος Ελευθερίου
«Εάν δεν ανασυσταθεί μια δημοκρατική αντιπολίτευση που θα λειτουργεί ως
αντίβαρο και εναλλακτική προς τη σημερινή κυβέρνηση, τότε οποιαδήποτε
παρέμβαση, υπό τη μορφή ενδεχομένως και μιας εκλογικής μεταρρύθμισης, θα
επιτείνει παρά θα αντιμετωπίσει την κρίση»
Στο σύστημα κυρίαρχου κόμματος, το οποίο διαμορφώθηκε για πρώτη φορά στην
Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία μετά τις εκλογές του 2023, εστίασε ο Κωνσταντίνος Ελευθερίου, Επίκουρος
καθηγητής Πολιτικής και Ιστορικής Κοινωνιολογίας στο ΔΠΘ. Υπενθύμισε πως από το
1981 έως το 2009 στην Ελλάδα επικρατούσε ένας δικομματισμός που βασιζόταν σε
εναλλαγή ανάμεσα σε μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Ωστόσο, η πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας από το 2019 και μετά,
συμπυκνώνεται, κατά την ανάλυσή του, σε τρία διακριτά στοιχεία: Πρώτον, στη
δυνατότητά της να μονοπωλεί το πολιτικό mainstream, εμφανιζόμενη ως η κατ’ εξοχήν δύναμη του Κέντρου και απορροφώντας μεγάλο
μέρος του στελεχιακού δυναμικού του εκσυγχρονιστικού ΠαΣοΚ. Αυτή η δυνατότητα
της ΝΔ να κινείται αμφίπλευρα προς το κέντρο και προς τα δεξιά της της
επιτρέπει να εδραιώνεται ως κόμμα-άξονας, καθοδηγώντας τον κομματικό
ανταγωνισμό.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι η ενσωμάτωση ενός μέρους του ΠαΣοΚ, το οποίο της έδωσε νομιμοποίηση σε ευρύτερα ακροατήρια, συνθήκη που
εγκλωβίζει το σημερινό ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ σε μια θέση πιο κοντά στη Νέα Δημοκρατία
παρά στον χώρο της Αριστεράς. Δεύτερον, ισχυροποιώντας περαιτέρω, μέσω του
επιτελικού κράτους, τη διόγκωση του εκτελεστικού βραχίονα, τη συγκεντροποίηση
της άσκησης δημόσιας εξουσίας και την εξουδετέρωση των υπαρχόντων θεσμικών
αντιβάρων. Και τρίτον, ενεργοποιώντας διαρκώς τη μνήμη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου,
προωθώντας ένα συγκεκριμένο αφήγημα γύρω από τη διακυβέρνηση της περιόδου
2015-2019 που απομόνωνε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο καθηγητής υπογράμμισε ότι σε όλα αυτά συνέβαλαν δύο ακόμα παράμετροι: η
πανδημική κρίση, η οποία επέτρεψε αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης και έναν
ιδιότυπο διανεμητικό μηχανισμό με ευρωπαϊκούς πόρους, αποτρέποντας την
οικονομική επιδείνωση, και η στρατηγική αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος
ταλαντευόταν μεταξύ κεντρώας και καταστροφολογικής ρητορικής.
Ο κ. Ελευθερίου εξήγησε ότι ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος χαρακτηρίζεται
από ένα κόμμα με ισχυρή πλειοψηφία που αντιμετωπίζει μια οργανωτικά και
ιδεολογικά κατακερματισμένη αντιπολίτευση, με κρίσιμο εμπειρικό δείκτη ότι το
ποσοστό του δεύτερου κόμματος συνήθως κινείται στο μισό του ποσοστού του
πρώτου. Για να παγιωθεί αυτό το σύστημα, απαιτείται επικράτηση σε τρεις
συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και έκφραση του «πνεύματος μιας εποχής», με
κλειδί της κυριαρχίας τη μακροημέρευση του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης.
Ο καθηγητής προειδοποίησε ωστόσο πως η κυριαρχία υποχωρεί όταν το ίδιο το κόμμα φθείρεται από τη μακρόχρονη άσκηση εξουσίας και όταν η κατακερματισμένη αντιπολίτευση συνασπιστεί και προβάλλει ως εναλλακτική λύση. Καταλήγοντας, ο κ. Ελευθερίου διατύπωσε μια κρίσιμη προειδοποίηση: «Εάν δεν ανασυσταθεί μια δημοκρατική αντιπολίτευση που θα λειτουργεί ως αντίβαρο και εναλλακτική προς τη σημερινή κυβέρνηση, τότε οποιαδήποτε παρέμβαση, υπό τη μορφή ενδεχομένως και μιας εκλογικής μεταρρύθμισης, θα επιτείνει παρά θα αντιμετωπίσει την κρίση».
Γιώργος Σωτηρέλης
«Πολιτική ελαφρότητα, καιροσκοπισμός και μικροκομματισμός είναι τα κύρια
χαρακτηριστικά του πολιτικού προσωπικού της χώρας απέναντι στο εκλογικό
σύστημα»
Ο Γιώργος Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών,
εστίασε στην κρισιμότητα του ρόλου της συζητούμενης συνταγματικής αναθεώρησης
και στο τι μπορεί να προσφέρει αυτή, ώστε να επιτευχθεί επιτέλους ένα σταθερό,
λειτουργικό και ισορροπημένο εκλογικό σύστημα. Ο στόχος ενός τέτοιου συστήματος
θα πρέπει να είναι διττός: να βασίζεται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, η
οποία αποτελεί θεμέλιο του πολιτεύματος και στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, αλλά
ταυτόχρονα να εξασφαλίζει και την κυβερνητική σταθερότητα.
Ο καθηγητής προχώρησε σε μία αδυσώπητη σύνοψη των κυριότερων
χαρακτηριστικών της πολιτικής τάσης απέναντι στο εκλογικό σύστημα, τα οποία,
όπως σχολίασε, «δεν είναι καθόλου κολακευτικά». Τα χαρακτήρισε ως πολιτική ελαφρότητα, καιροσκοπισμό και
μικροκομματισμό. Τόνισε ότι αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά ισχύουν για όλα τα
κόμματα που κυβέρνησαν, με διαφορετικές διαβαθμίσεις και διαφορετικό βαθμό
ευθύνης.
Ειδικότερα, ανέλυσε τη στάση των μεγάλων κομμάτων. Ως προς τη Νέα
Δημοκρατία, υπογράμμισε ότι δεν συνυπολόγισε σχεδόν ποτέ όσο έπρεπε την αρχή
της ισοδυναμίας της ψήφου, καθώς το μοναδικό κριτήριο που λαμβανόταν υπόψη ήταν
η διασφάλιση της αυτοδυναμίας. Από την άλλη μεριά, τα δύο κόμματα της
Κεντροαριστεράς που κυβέρνησαν, ενώ θεωρητικά υποστήριζαν την ισοδυναμία της
ψήφου και εκλογικά συστήματα όπως η απλή αναλογική, στην πράξη, όταν ανήλθαν
στην εξουσία, χρησιμοποίησαν τα παλιά εκλογικά συστήματα για να ενισχύσουν τη
δική τους εξουσία. Αμφότερα θυμήθηκαν την απλή αναλογική μόνο όταν υπήρχε
κίνδυνος να επιστρέψει η Νέα Δημοκρατία στην εξουσία, όπως συνέβη το 1989 για
το ΠαΣοΚ και το 2016 για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μοναδική εξαίρεση σε αυτή τη λογική, κατά τον κ. Σωτηρέλη, ήταν η πρώτη και
ίσως η μόνη μέχρι τώρα φορά που επιχειρήθηκε να ψηφιστεί ένα εκλογικό σύστημα
το οποίο θα κρατούσε κάποιες ισορροπίες μεταξύ ισοδυναμίας και
κυβερνησιμότητας, με κριτήρια όχι στενά μικροκομματικά. Αυτή ήταν η περίπτωση
του νόμου Σκανδαλίδη, όπου επιτεύχθηκε, όπως είπε, «μια
ανεκτή ισορροπία», καθώς οι 260 έδρες κατανέμονταν με
απλή αναλογική, ενώ οι 40 έδρες δίνονταν ως μπόνους στο πρώτο κόμμα, ώστε να
επιτευχθεί η κυβερνησιμότητα.
Στο πλαίσιο των προτάσεων για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, ο
καθηγητής επανέφερε δύο κρίσιμες ρυθμίσεις. Η πρώτη είναι μια παλιά και
σημαντική πρόταση του αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου, η οποία αφορά το να μην
μπορεί να υπερβαίνει η αναντιστοιχία ψήφων και εδρών το 10% των εδρών (δηλαδή
30 έδρες). Αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως του εκλογικού συστήματος που θα
επιλέγεται, το συνταγματικό κριτήριο θα είναι να μην μπορεί το πρώτο κόμμα να
πάρει πάνω από 30 έδρες πριμοδότηση με οποιονδήποτε τρόπο.
Η δεύτερη συνταγματική ρύθμιση που κρίνεται επιβεβλημένη για να ξεφύγει η
χώρα από το μεγάλο πρόβλημα των αντισυνταγματικών εκλογικών νόμων, είναι να
καθιερωθεί προληπτικός έλεγχος του εκλογικού συστήματος από το Εκλογοδικείο,
αλλά εκ των προτέρων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με παραπομπή από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά τη διαδικασία της έκδοσης του νόμου, είτε με
πρόταση και παραπομπή από τα 2/5 της Βουλής. Μια τέτοια ρύθμιση θα αποτρέψει το
φαινόμενο ένας αντισυνταγματικός νόμος να ισχύει και να μην μπορεί να
ανατραπεί, κάτι που, όπως τόνισε ο κ. Σωτηρέλης, είναι «ουσιαστικά
ένα τεράστιο πρόβλημα στην καρδιά του κράτους δικαίου».
TO BHMA

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου