Τετάρτη, 9 Ιουλίου, 2025
Η «σιωπηρή αποχώρηση» αφορά σχεδόν 6 στους 10 επαγγελματίες υγείας στην
Ελλάδα. Ερευνητές του ΕΚΠΑ ανέπτυξαν για πρώτη φορά διεθνώς εργαλείο καταγραφής
του φαινομένου, ρίχνοντας φως σε μια υπόγεια αλλά υπαρκτή κρίση στον κλάδο της
υγείας.
Δεν υψώνουν τη φωνή τους. Δεν παραιτούνται. Δεν αντιδρούν ανοιχτά. Εκτελούν
διεκπεραιωτικά μόνο τα απολύτως απαραίτητα, με τον ενθουσιασμό να έχει
ξεφουσκώσει και τα κίνητρα να λείπουν.
Η «σιωπηρή αποχώρηση» – ή αλλιώς quiet quitting – δεν είναι ο κλασικός τρόπος αποχώρησης από τον εργασιακό χώρο. Πρόκειται
για μια αθόρυβη, σταδιακή απόσυρση από την ουσιαστική συμμετοχή, την προσπάθεια
στον επαγγελματικό τομέα.
Φαίνεται πως ενώ συμβαίνει αθόρυβα, είναι μια κατάσταση που βιώνουν μαζικά επαγγελματίες υγείας.
Για πρώτη φορά, μια ελληνική επιστημονική ομάδα επιχειρεί να αναδείξει αυτό
το φαινόμενο. Η κλίμακα Quiet Quitting Scale (QQS), που αναπτύχθηκε από το Εθνικό
και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καταγράφει αυτή τη «σιωπηρή πρακτική» σε δεδομένα, προσφέροντας ένα
σημαντικό εργαλείο κατανόησης των αντιλήψεων των επαγγελματιών υγείας μέσα στο
εργασιακό τους περιβάλλον.
Η σιωπή μετά την καταιγίδα της πανδημίας
Η πανδημία COVID-19 αποτέλεσε ορόσημο για τους επαγγελματίες του κλάδου της υγείας.
Περιγράφονταν συχνά στα ρεπορτάζ της περιόδου ως «ήρωες χωρίς μπέρτα», καθώς σήκωσαν με αυτοθυσία το βάρος της υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο,
φαίνεται πως αυτή η γεμάτης εργασιακή ένταση περίοδος είχε σημαντικό αντίκτυπο
πάνω τους, με αποτέλεσμα την εργασιακή τους εξουθένωση.
«Ουσιαστικά η πανδημία έφερε στην επιφάνεια μια κατάσταση που
απασχολούσε ήδη τους εργαζόμενους, αλλά δεν είχε λάβει μια σαφή μορφή»,
εξηγεί στο ΒΗΜΑ ο Αναπληρωτής Καθηγητής Πέτρος Γαλάνης. «Αρκετοί
εργαζόμενοι, ιδίως στον χώρο της υγείας, αισθάνονται σήμερα εξουθενωμένοι και
απογοητευμένοι από την εργασία τους, γεγονός που τους έχει οδηγήσει σε πλήρη
αποστασιοποίηση. Εντούτοις δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους – και αυτό είναι
το παράδοξο.»
Οι εργαζόμενοι παραμένουν στις θέσεις τους – συχνά για βιοποριστικούς
λόγους – αλλά η σύνδεσή τους με την εργασία έχει υποστεί ουσιαστική φθορά. «Οι
εργαζόμενοι που βιώνουν τη σιωπηρή αποχώρηση μένουν στην εργασία τους για
βιοποριστικούς λόγους και με την πρώτη ευκαιρία θα την εγκαταλείψουν για κάτι
καλύτερο», σημειώνει ο κ. Γαλάνης.
Το εργαλείο του ΕΚΠΑ που δίνει φωνή στη σιωπή
Ακριβώς αυτήν τη αφανή «σιωπηλή» αποσύνδεση επιχειρεί να καταγράψει και να
μετρήσει η κλίμακα Quiet Quitting Scale – η πρώτη επιστημονικά σταθμισμένη μέθοδος καταγραφής του φαινομένου.
Δημιουργήθηκε από το Εργαστήριο Κλινικής Επιδημιολογίας του Τμήματος Νοσηλευτικής του ΕΚΠΑ και στηρίζεται σε εννέα απλές ερωτήσεις, οι οποίες αξιολογούν τρεις
διαστάσεις: αποστασιοποίηση, έλλειψη κινήτρων και απουσία πρωτοβουλίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η κλίμακα έχει ήδη μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Πρόκειται για το πρώτο εργαλείο που προσδίδει μετρήσιμη υπόσταση σε ένα έως
τώρα ανεξερεύνητο φαινόμενο.
Οι επαγγελματίες υγείας στα όρια της παραίτησης
Η κλίμακα εφαρμόστηκε πιλοτικά σε 1.760 επαγγελματίες υγείας στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν κάτι περισσότερο από αποκαλυπτικά: συνολικά σχεδόν 6
στους 10 επαγγελματίες υγείας δήλωσαν ότι βιώνουν υψηλό επίπεδο σιωπηρής
αποχώρησης. «Το εύρημα είναι εντυπωσιακό, δεδομένου ότι πρόκειται για μια
εντελώς καινούρια έννοια στον εργασιακό χώρο. Ταυτόχρονα, προκαλεί έντονο προβληματισμό, καθώς οι εργαζόμενοι αυτοί είναι
ένα βήμα πριν την οριστική αποχώρηση από την εργασία τους» τονίζει ο Πέτρος Γαλάνης. Ειδικότερα, οι νοσηλευτές (67,4%) βιώνουν το
υψηλότερο επίπεδο «σιωπηρής αποχώρησης», ακολουθούμενοι από τους ιατρούς
(53,8%).
Οι νοσηλευτές φαίνεται να βρίσκονται στην πιο ευάλωτη θέση. «Οι
επαγγελματίες υγείας αποτέλεσαν την επαγγελματική ομάδα με τη μεγαλύτερη ίσως
επιβάρυνση από την πανδημία. Αντιμετώπισαν
πρωτοφανείς συνθήκες που τους επιβάρυναν σωματικά και ψυχολογικά. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι νοσηλευτές είχαν τη μεγαλύτερη θνησιμότητα λόγω COVID-19», εξηγεί ο κ. Γαλάνης.
Επτά στους δέκα γιατρούς και νοσηλευτές δηλώνουν εξουθενωμένοι, με 74.4%
και 72.4%, αντίστοιχα.
Οι περιορισμένες οικονομικές απολαβές, η υποστελέχωση και τα απαιτητικά
κυκλικά ή σπαστά ωράρια επιτείνουν το πρόβλημα. «Οι εργαζόμενοι σε κυκλικό
ωράριο, με περισσότερα έτη προϋπηρεσίας και όσοι υπηρετούν σε υποστελεχωμένα
τμήματα βιώνουν εντονότερα την επαγγελματική εξουθένωση και τη σιωπηρή
αποχώρηση, ενώ αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα επαγγελματικής ικανοποίησης»,
προσθέτει ο ερευνητής του ΕΚΠΑ.
Ένα φαινόμενο χωρίς σύνορα
Η σιωπηρή αποχώρηση δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. «Πρόσφατη μελέτη
ευρείας κλίμακας στις ΗΠΑ, από την Gallup, έδειξε ότι το 50% των εργαζομένων έχουν επιλέξει τη σιωπηρή αποχώρηση. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το εύρημα ότι στην Ιαπωνία, χώρα με ισχυρό
εργασιακό ήθος, το ποσοστό ανέρχεται στο 45%», αναφέρει ο καθηγητής.
Αν και η σιωπηρή αποχώρηση δεν εκδηλώνεται πάντα με σαφή τρόπο, αφήνει
έντονο αποτύπωμα: χαμηλότερη εμπλοκή με την εργασία, μειωμένη παραγωγικότητα
και αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών.
Πως μπορεί να περιοριστεί η «σιωπηρή αποχώρηση»;
Πρόκειται στην ουσία για μια εσωτερίκευση των κακών συνθηκών εργασίας. Ο
εργαζόμενος μπαίνει σε μια συνθήκη, όπου λειτουργεί διεκπεραιωτικά φέροντας εις
πέρας μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Η ψυχική υγεία αναμφίβολα δεν μπορεί να
μείνει ανεπηρέαστη, καθώς καλλιεργείται και παγιώνεται μια αίσθηση ανικανοποίητου και επαγγελματικής ματαίωσης,με αποτέλεσμα ο
εργαζόμενος να αποσυνδέεται από την εργασία του.
«Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις και
πολιτικές για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος των επαγγελματιών υγείας»,
επισημαίνει ο Πέτρος Γαλάνης. «Η αύξηση των οικονομικών απολαβών αποτελεί
ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν είναι αρκετή. Χρειάζονται ανθρώπινα ωράρια, σεβασμός,
δυνατότητες ανάπτυξης και ουσιαστικά κίνητρα.»
Η φωνή πίσω από τη σιωπή
Η συμβολή της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας είναι κομβική. Καταγράφει
ένα αφανές και αρκετά διαδεμένο φαινόμενο «τη σιωπηρή αποχώρηση των
εργαζομένων» σε μετρήσιμα δεδομένα και την καθιστά αντικείμενο διαλόγου και
παρέμβασης.
Η σιωπηρή αποχώρηση δεν έχει να κάνει με την αδιαφορία των εργαζομένων.
Είναι η εσωτερίκευση των δυσμενών εργασιακών συνθηκών που αντιμετωπίζουν. Μια
στροφή στον εαυτό, όπου αδρανοποιούνται τα κίνητρα των εργαζομένων.
Είναι ένα «σιωπηρό όχι» σε ένα σύστημα που εξουθενώνει και αγνοεί. Αν δεν
ακουστεί εγκαίρως, οι συνέπειες θα είναι όχι μόνο προσωπικές αλλά και
κοινωνικές.
TO BHMA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου