Παρασκευή, 6 / 6 / 25
Η κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπίσει επαρκώς ακανθώδη ζητήματα, όπως το επενδυτικό κενό, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και διάφορα εμπόδια που υπάρχουν για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα
Μεγάλες
προκλήσεις και κινδύνους για την ελληνική οικονομία διαπιστώνει η έκθεση της
Κομισιόν για το ευρωπαϊκό εξάμηνο, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Τόσο σε
επιχειρηματικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνικό αλλά και οικονομικό, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει «φύλλο και φτερό» τα προβλήματα που συνεχίζουν να
υπάρχουν εντός της ελληνικής οικονομικής επικράτειας.
Όπως προκύπτει
από την έκθεση, η κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπίσει επαρκώς ακανθώδη ζητήματα,
όπως το επενδυτικό κενό, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά
και διάφορα εμπόδια που υπάρχουν για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ενώ
παραμένει το διαχρονικό πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στην ελληνική δικαιοσύνη.
«Κακό βαθμό»
παίρνει η Ελλάδα και στην έκθεση της κοινωνικής σύγκλισης της Κομισιόν. Σύμφωνα με το πλαίσιο κοινωνικής σύγκλισης, το οποίο ενσωματώνεται πλέον
στην αναθεωρημένη οικονομική διακυβέρνηση, η Επιτροπή διεξήγαγε ανάλυση σε δύο
στάδια για την απασχόληση, τις δεξιότητες και τις κοινωνικές προκλήσεις σε κάθε
κράτος μέλος.
Ακόμη, η ΕΕ ζητά
την επιτάχυνση της υλοποίησης του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος REPowerEU για την πράσινη μετάβαση.
Ποια είναι όμως
τα βασικά σημεία στα οποία επικεντρώνεται η Κομισιόν; Ακολουθεί ο κατάλογος με
τα «11+1» σημεία που χρειάζονται αλλαγές:
Επενδυτικό κενό
Παρά την πρόσφατη
πρόοδο, ο δείκτης επενδύσεων προς το ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει ο χαμηλότερος
στην ΕΕ. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις των τελευταίων ετών, ο δείκτης επενδύσεων
διαμορφώθηκε στο 15,3% του ΑΕΠ το 2024, σχεδόν 6 μονάδες βάσης κάτω από τον μέσο
όρο της ΕΕ. Το χάσμα αυτό με την υπόλοιπη ΕΕ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις
χαμηλές επενδύσεις των επιχειρήσεων, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις υπερέβησαν
ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει την
ικανότητα απορρόφησης του δημόσιου τομέα για να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της
για το Ταμείο Ανακαμψηςέως το 2026.
Εμπόδια για τις
επιχειρήσεις
Ο ρυθμός
ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ. Τα τρία
κύρια εμπόδια που συμβάλλουν σε αυτή την υστέρηση παρατίθενται στα σημεία
κατωτέρω:
– Ρυθμίσεις για
τις επιχειρήσεις, αβεβαιότητα και υψηλό ενεργειακό κόστος. Πάνω από το 90% των
επιχειρήσεων αναφέρουν αυτούς τους παράγοντες ως εμπόδια για επενδύσεις
– Έλλειψη
εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων. Ένα αυξανόμενο ποσοστό ελληνικών
επιχειρήσεων αναφέρει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ως εμπόδιο
– Πρόσβαση στη
χρηματοδότηση. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, το
ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικούς
περιορισμούς, ιδίως μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι υψηλό. Η
πρόσβαση σε μη τραπεζική χρηματοδότηση και επιχειρηματικά κεφάλαια παραμένει
ελλιπής.
Επίμονο έλλειμμα
στο ισοζύγιο
Το επίμονο
έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δυσχεραίνει τη μείωση του
εξωτερικού χρέους της Ελλάδας. Η μείωση των καθαρών εξαγωγών οδήγησε σε ελαφρά
διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (στο 6,4% του ΑΕΠ)
το 2024. Τα συνεχιζόμενα εξωτερικά ελλείμματα αντανακλούν τη χαμηλή εξαγωγική
βάση και την υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές. Εξετάζοντας την προοπτική των
αποταμιεύσεων-επενδύσεων, οι χαμηλές και μειούμενες αποταμιεύσεις των
νοικοκυριών αντισταθμίστηκαν μόνο εν μέρει από τη μείωση των δημοσιονομικών
ελλειμμάτων. Μάλιστα, κατά την Κομισιόν, το έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό και το
2026.
Χαμηλή
παραγωγικότητα
Παρά τη σταθερή
ανάπτυξη από το 2021 και μετά, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα δεν
συμβαδίζει με την υπόλοιπη ΕΕ. Με βάση τα στοιχεία του 2024, το ελληνικό κατά
κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ,
μόλις στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα
εργασίας στην Ελλάδα ήταν η χαμηλότερη στην ΕΕ, φθάνοντας μόλις το 56,2% του
μέσου όρου της ΕΕ το 2023.
Η χαμηλή
παραγωγικότητα συνδέεται εν μέρει με τη δομή της οικονομίας. Η ελληνική
οικονομία εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από τον μέσο όρο της ΕΕ από τομείς
χαμηλής παραγωγικότητας, όπως οι υπηρεσίες διαμονής και εστίασης. Εν τω μεταξύ,
η απασχόληση στη μεταποίηση μέσης και υψηλής τεχνολογίας το 2024 ανέρχεται στο
1,4% της συνολικής απασχόλησης (έναντι 6,0% για την ΕΕ) και είναι ιδιαίτερα
συγκεντρωμένη στην Αττική. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από πολύ
μικρές και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες τείνουν να μην έχουν πρόσβαση σε
πόρους, να λιγότερο ανταγωνιστικές, λιγότερο ικανές να εισέλθουν στις
παγκόσμιες αγορές και λιγότερο ικανές να επενδύσουν σε Έρευνα και Ανάπτυξη.
Αγορά εργασίας
Η απασχόληση έχει
αυξηθεί, αλλά το κενό στις θ σεις εργασιας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι
σημαντικό. Ο αριθμός των απασχολουμένων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά σχεδόν 2%,
82. 000 το 2024, κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των μεταφορών και του
τουρισμού, ενώ το ποσοστό συμμετοχής παρέμεινε χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο
όρο της ΕΕ. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε διάστημα
ενός έτους και διαμορφώθηκε στο 9,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Πρόκειται
για το χαμηλότερο ποσοστό από το 2009, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικά
υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,7%). Οι γυναίκες και οι νέοι εξακολουθούν
να πλήττονται δυσανάλογα από την ανεργία . Αντίθετα, αρκετοί τομείς της
οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, αναφέρουν ελλείψεις εργατικού
δυναμικού. Συνολικά, η ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει
διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως: (i) έλλειμμα δεξιοτήτων, (ii) βελτίωση αλλά ακόμη ανεπαρκής
φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων και (iii) περιορισμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
Χαμηλοί μισθοί
Εν τω μεταξύ, η
αύξηση των μισθών παραμένει υποτονική, με τις πραγματικές αποδοχές ανά
εργαζόμενο να αυξάνονται μόνο συγκρατημένα το 2024 (κατά 1,5%) μετά από δύο
χρόνια μείωσης. Επιπλέον, ορισμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού έχουν πολύ
χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό λόγω των επίμονων εμποδίων στην
πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Οι συνθήκες εργασίας παραμένουν δύσκολες για
πολλούς εργαζόμενους, γεγονός που καθιστά προτεραιότητα τη βελτίωση της
ποιότητας της εργασίας προκειμένου να βελτιωθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Η χώρα
έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων στην ΕΕ (21,7% το 2022) και –
από το 2023 – ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων που εργάζονται πολλές
ώρες (12,4% το 2024), με την πλήρη απασχόληση να αντιστοιχεί σε 42,3 ώρες κατά
μέσο όρο την εβδομάδα. Επιπλέον, πάνω από το 30% των Ελλήνων εργαζομένων
εργάζονται τα Σαββατοκύριακα και πάνω από το 35% δήλωσαν ότι συνήθως εργάζονται
κατά τη διάρκεια του απογεύματος.
Καθυστερήσεις στη
Δικαιοσύνη
Το σύστημα
δικαιοσύνης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά τη
συνολική αποτελεσματικότητά του, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια των διαδικασιών.
Ο χρόνος εκδίκασης των αστικών και εμπορικών υποθέσεων στα πρωτοβάθμια
δικαστήρια έχει αυξηθεί περαιτέρω (771 ημέρες το 2023 σε σύγκριση με 746 ημέρες
το 2022) και παραμένει μεταξύ των μεγαλύτερων στην ΕΕ. Η απονομή δικαιοσύνης
από τα διοικητικά δικαστήρια αντιμετωπίζει επίσης καθυστερήσεις, παρά τις
ορισμένες βελτιώσεις στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (439 ημέρες το 2023 σε
σύγκριση με 464 ημέρες το 2022). Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη μείωση της
διάρκειας των διαδικασιών, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του σχεδίου Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας του
συστήματος απονομής δικαιοσύνης συνεχίζονται, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου
ψηφιοποίησης που αυξάνεται σταδιακά.
Χάσμα στην
καινοτομία
Οι επιδόσεις της
Ελλάδας στον τομέα της καινοτομίας βελτιώνονται, αλλά η χώρα αγωνίζεται να
καλύψει το χάσμα με την ΕΕ. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Πίνακα Αποτελεσμάτων
Καινοτομίας 2024, οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα της καινοτομίας
βελτιώνονται. Οι ακαθάριστες εγχώριες δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη
κφρασμένες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται επίσης, φθάνοντας το 1,49% το 2023,
αλλά παραμένουν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2,24%. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα
κατατάσσεται ως « μέτρια καινοτόμα χώρα» με επιδόσεις στην καινοτομία στο 77,5%
του μέσου όρου της ΕΕ.
Παραμένει το κενό
στον ΦΠΑ
Οι ηλεκτρονικές
πληρωμές έχουν περιορίσει τη φοροδιαφυγή και έχουν αυξήσει τα δημόσια έσοδα,
αλλά η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση σε συγκεκριμένους τομείς. Η
διευρυνόμενη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών έχει αυξήσει σημαντικά την
είσπραξη φόρων, ιδίως στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Οι ηλεκτρονικές
πληρωμές έχουν αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της
φοροδιαφυγής, όπως αποδεικνύεται από τη συρρίκνωση του χάσματος ΦΠΑ στην
Ελλάδα, το οποίο μειώθηκε από 25,4 % το 2018 σε 13,7 % το 2022. Ωστόσο, το εν
λόγω χάσμα παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (6 %).
Πρόβλημα οι τιμές
ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Οι υψηλές τιμές
του ηλεκτρικού ρεύματος επηρεάζουν αρνητικά τόσο την ανταγωνιστικότητα των
ελληνικών επιχειρήσεων όσο και το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών.
Οι τιμές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παραμένουν πάνω από
τον μέσο όρο της ΕΕ και έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα των
ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ελλάδας. Αυτό εμποδίζει τον περαιτέρω εξηλεκτρισμό
που είναι απαραίτητος για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της χώρας, αν και
πρέπει να τονιστεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ένας
σημαντικός παράγοντας των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας είναι η ακόμη
μεγάλη εξάρτηση από το φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η
αναλογία των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας προς το φυσικό αέριο παραμένει
υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, καθώς οι καταναλωτές και οι βιομηχανίες
πληρώνουν τρεις φορές ή περισσότερο για την ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι για το
φυσικό αέριο. Η αναλογία τιμών επιδεινώνεται περαιτέρω από το υψηλότερο επίπεδο
φόρων και εισφορών που επιβάλλονται στην ηλεκτρική ενέργεια σε σχέση με το
φυσικό αέριο.
Κίνδυνος λόγω
κλιματικής κρίσης και λειψυδρία
Η ετοιμότητα και
η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή έχουν βελτιωθεί, αλλά η χρηματοδότηση του
κινδύνου καταστροφών είναι ανεπαρκής. Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στους
κλιματικούς κινδύνους και στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ο κλιματικός κίνδυνος
και ο κίνδυνος ακραίων καιρικών φαινομένων επεκτείνονται και σε δημοσιονομικές
εκτιμήσεις, όπως έγινε φανερό κατά την δαπανηρή αποκατάσταση και ανοικοδόμηση
μετά την καταιγίδα Daniel το 2023. Για να μετριάσει το κόστος αυτό, η Ελλάδα αποφάσισε να διαθέσει
600 εκατ. ευρώ ετησίως για τη διαχείριση μελλοντικών κινδύνων από φυσικές
καταστροφές. Μεταξύ 2006 και 2024, μια επιφάνεια 0,4% της έκτασης της Ελλάδας
καίγεται κατά μέσο όρο κάθε χρόνο, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ.
Η λειψυδρία,
ιδίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, επηρεάζει τόσο τον τουρισμό όσο και τη
βιομηχανία στην Ελλάδα. Καθώς η κλιματική αλλαγή επιτείνει τις ξηρασίες, τις
πλημμύρες και τους καύσωνες, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις στη διαχείριση
των υδάτινων πόρων της. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν λειψυδρία και
ρύπανση, οι οποίες μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, την
οικονομία και την ανθρώπινη υγεία.
Κίνδυνος φτώχειας
Παρά τη βελτίωση
της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας, ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού
αποκλεισμού παραμένει υψηλός. Το 2024, τα δύο τρίτα του πληθυσμού δήλωσαν ότι
δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά του πληθυσμού
που δηλώνουν κάτι τέτοιο στην ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται σε
κίνδυνο φτώχειας, που έχουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις ή που ζουν
σε νοικοκυριό με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας είναι υψηλό, ιδίως μεταξύ των
υπηκόων τρίτων χωρών, των Ρομά και των ατόμων με αναπηρία. Υπάρχουν επίσης
σημαντικές περιφερειακές ανισότητες, με την περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, την
Κρήτη και την περιφέρεια της Ηπείρου να εμφανίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας
από ό,τι η ΕΕ συνολικά (21,0%). Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι που ζουν σε περιοχές
όπως η Πελοπόννησος και αλλού στη δυτική Ελλάδα αντιμετωπίζουν από τους
υψηλότερους κινδύνους φτώχειας στην ΕΕ.
Ο.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου