Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου, 2025
Νέα σελίδα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις μετά την εκδημία Αναστασίου. Ελπίδες και φόβοι για την Αθήνα
Κυριάκος Μητσοτάκης και Εντι Ράμα διακρίνονται πίσω από το σκήνωμα του Αναστασίου, κατά την εξόδιο ακολουθία την Πέμπτη στα Τίρανα. Με την «αναχώρησή του», ο μακαριστός έφερε κοντά τις πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Αλβανίας, σε μια περίοδο που οι σχέσεις τους δοκιμάζονται. Ηταν ίσως και η ύστατη προσφορά του. [ΑΠΕ - ΜΠΕ]
Από το μεσημέρι της Παρασκευής ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αναπαύεται στην κρύπτη κάτω από το βήμα του καθεδρικού
ναού της Αναστάσεως του Χριστού στο κέντρο των Τιράνων. Ηταν επιθυμία του να ενταφιαστεί η σορός του στην
κορωνίδα του τιτάνιου έργου του. Η ανέγερση καθεδρικού ναού, εκ των μεγαλυτέρων
στα Βαλκάνια, ήταν στόχος ζωής για τον Αναστάσιο και ευτύχησε να κάνει ο ίδιος
τα θυρανοίξια τον Ιούνιο του 2012.
Δεν ήταν μόνο λόγοι συμβολισμού που επέτασσαν την παρουσία στο κέντρο της πρωτεύουσας μεγαλοπρεπούς ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, πλάι στην εκεί καθολική και το μουσουλμανικό τζαμί. Σε μικρή απόσταση προϋπήρχε από το 1865 ομώνυμος ναός, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1967 προκειμένου να ανεγερθεί πολυώροφο ξενοδοχείο.
Αντιμέτωπος με Ράμα
Μέσα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις
με τις αλβανικές αρχές, ο Αναστάσιος πέτυχε να του παραχωρηθεί χώρος στις
παρυφές της πλατείας Σκεντέρμπεη για να αναγείρει τον σημερινό ναό, με δωρεές
πιστών απ’ όλο τον κόσμο. Ο τότε δήμαρχος Τιράνων και νυν πρωθυπουργός Εντι Ράμα, ωστόσο, δεν ήθελε την εκκλησία στο κέντρο της πόλης και
με την έναρξη των εργασιών προσπάθησε να εμποδίσει το έργο, στέλνοντας διαρκώς
τη δημοτική αστυνομία για να μοιράζει πρόστιμα για υπαρκτές ή και ανύπαρκτες
παραβάσεις.
Την ίδια περίοδο, όμως, ο σοσιαλιστής Ράμα είχε ανοίξει πολιτικούς λογαριασμούς με τον κεντροδεξιό πρωθυπουργό Μπερίσα, ο οποίος με τη σειρά του έστελνε την κρατική αστυνομία να εκδιώξει τη δημοτική από τους χώρους εργασίας του ναού. Ο ναός στα Τίρανα κατασκευάστηκε και την Παρασκευή ο Ράμα ανέπεμψε από το εσωτερικό του εγκώμια για τον Αναστάσιο και το έργο του συνολικά, το οποίο, ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος θεωρούσε ότι ως δήμαρχος αλλά και ως πρωθυπουργός υπονόμευε.
Ολα αυτά και πολλά άλλα ως προς τα
εμπόδια στον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο προς την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας
της Αλβανίας, είναι πλέον Ιστορία. Ο Αναστάσιος πέρασε πλέον στη χορεία των
μεγάλων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταχωρίζεται, ταυτόχρονα, λόγω του τεράστιου
έργου του, στις σημαντικότερες προσωπικότητες της Αλβανίας.
«Ο Αναστάσιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος που
μας αγάπησε και που εμείς δεν αγαπήσαμε», θα γράψει σε ένα είδος συλλογικής
αυτοκριτικής ο διευθυντής της μεγαλύτερης εφημερίδας της Αλβανίας (ΤΕΜΑ),
μουσουλμάνος Μπεκτασί στο θρήσκευμα, Μέρο Μπάζε. Τώρα το ερώτημα που πλανάται
αφορά το μέλλον του οικοδομήματος που έχτισε σε όλα τα επίπεδα.
Ηταν, όπως είχε εκμυστηρευθεί (και)
στον γράφοντα, αυτή η μεγάλη του αγωνία. Ασφαλώς και θα υπάρξει εκλογή διαδόχου
του – λέγεται ότι την είχε δρομολογήσει ο ίδιος. Οποιος κι αν τον διαδεχθεί,
όμως, Αναστάσιος δεν θα είναι σε καμία περίπτωση, με ό,τι μπορεί αυτό να
σημαίνει για το μέλλον της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
«Δεν τον αγαπήσαμε» «Ηταν ο
Αρχιεπίσκοπος που μας αγάπησε και που εμείς δεν αγαπήσαμε», έγραψε σε ένα είδος
συλλογικής αυτοκριτικής ο διευθυντής της εφημερίδας ΤΕΜΑ, μουσουλμάνος Μπεκτασί
στο θρήσκευμα, Μέρο Μπάζε.
Ο Αναστάσιος έβαλε πολύ ψηλά τον πήχυ.
Ηταν ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος, πολύγλωσσος, άριστος γνώστης των άλλων
θρησκειών, διέθετε κύρος εντός και εκτός Αλβανίας, διασυνδέσεις στην Ευρώπη και
στην Αμερική, «διάβαζε» άριστα τις διεθνείς εξελίξεις, μπορούσε να
διαχειρίζεται και να εκτονώνει τις κρίσεις, χρησιμοποιώντας πάντα λόγο
καταλλαγής. Δούλευε ακατάπαυστα παρά την κλονισμένη υγεία του.
Αν και Ελληνας, πορεύτηκε στο αλβανικό
ναρκοπέδιο ως ποιμένας. Δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε Αλβανούς και Ελληνες
μειονοτικούς, οι οποίοι υπήρξαν διαχρονικά ο συμπαγής πυρήνας των ορθοδόξων της
Αλβανίας. Κράτησε το ποίμνιο ενωμένο και ήταν ένας από τους λόγους που
αγαπήθηκε. Δεν τον άφηναν, ωστόσο, αδιάφορο και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις,
στις οποίες ουκ ολίγες φορές λειτούργησε σαν αμορτισέρ, απορροφώντας, όχι χωρίς
κόστος προσωπικό και εκκλησιαστικό, τους κραδασμούς.
Τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα
είναι πολλά. Το «καράβι» είναι μεγάλο και θα χρειαστεί γερό «καπετάνιο». Η
Εκκλησία της Αλβανίας σε κάθε περίπτωση εισέρχεται σε αχαρτογράφητα νερά. Ο
κίνδυνος να χειραγωγηθεί από την πολιτική και κρατική αλβανική ηγεσία ο
διάδοχός του είναι υπαρκτός.
Τόσα χρόνια ο βαθύς αλβανικός
εθνικισμός καλλιεργούσε κλίμα εναντίον του Αναστασίου, εμφανίζοντας την
Αρχιεπισκοπή ως «δεύτερη ελληνική πρεσβεία». Και τώρα που ο «Ελληνας
κατάσκοπος» εξέλιπε, ο νέος Αρχιεπίσκοπος θα κληθεί να δώσει «πατριωτικά»
διαπιστευτήρια στους ομοεθνείς του, με πρώτο βήμα τις «διακριτές αποστάσεις»
από την Ελλάδα.
Η ελληνική πλευρά, πάλι, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η «σελίδα Αναστάσιος» έκλεισε και θα έχει να διαχειριστεί μια νέα πραγματικότητα. Θα είναι μέγα λάθος αν δεν στηρίξει τον διάδοχό του γιατί είναι Αλβανός. Θα έδινε κατ’ αυτόν τον τρόπο τροφή σε όλους εκείνους που φώναζαν ότι ο Αρχιεπίσκοπος λειτουργούσε ως δούρειος ίππος για τη διάχυση της ελληνικής επιρροής στην Αλβανία.
Οι σχέσεις του νέου θρησκευτικού ηγέτη
με την Ελλάδα θα κριθούν φυσικά με γνώμονα την ελληνική μειονότητα. Ο
Αναστάσιος περιέβαλε με αγάπη τους Ελληνες ομογενείς, χωρίς ωστόσο να τους
διαχωρίζει από τους Αλβανούς ορθοδόξους και οι ελληνικής καταγωγής πιστοί τον
είχαν περίπου ως προστάτη και «πατέρα» τους, σχέση που αντικειμενικά δεν μπορεί
να συνεχιστεί στο ίδιο επίπεδο με τον διάδοχό του.
Ο ίδιος, πάντως, είχε αναφέρει σε κατ’
ιδίαν συζήτησή μας, ότι είχε αφήσει ευλογία – προτροπή στους ομογενείς να
βοηθήσουν τον διάδοχό του να συνεχίσει στις «ράγες» που έθεσε ο ίδιος.
Δεδομένου ότι ο Αναστάσιος ακτινοβολούσε σε ολόκληρη την ορθόδοξη χριστιανοσύνη,
με σεβασμό στο κέντρο της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μένει να φανεί εάν ο
νέος Αρχιεπίσκοπος βαδίσει τον ίδιο δρόμο, σε μια εποχή που η Ορθόδοξη Εκκλησία
βρίσκεται στη δίνη εσωστρέφειας τροφοδοτούμενης (και) από γεωπολιτικές
επιδιώξεις.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαίος, πάντως, στον αποχαιρετιστήριο λόγο του στο σκήνωμα του Αναστασίου
έτεινε χείρα βοηθείας σε όλα τα επίπεδα στον διάδοχό του, «όποιος κι αν είναι
αυτός».
Με την αναχώρησή του για εκεί όπου «οι
άγιοι αναπαύονται», ο Αναστάσιος έφερε γύρω από το φέρετρό του, την Πέμπτη, τις
πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Αλβανίας, σε μια περίοδο που οι σχέσεις τους
δοκιμάζονται και καταβάλλονται εκατέρωθεν προσπάθειες για την εξομάλυνσή τους.
Ηταν ίσως και η ύστατη προσφορά του στις σχέσεις των δύο λαών…
Η «παράνομη» μύηση του Ιωάννη Πελούσι στον χριστιανισμό
Με τον ενταφιασμό του μακαριστού
Αρχιεπισκόπου, έχουν δρομολογηθεί και επισήμως πλέον οι διαδικασίες για τη
διαδοχή του. Οι συζητήσεις επ’ αυτού είχαν ανοίξει με την επιδείνωση της υγείας
του. Tο όνομα του
μητροπολίτη Κορυτσάς Ιωάννη κυριαρχούσε σε αυτές.
Πλέον, το αμέσως ερχόμενο διάστημα,
πρόκειται να συνέλθει στα Τίρανα η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της
Αλβανίας, αποτελούμενη από επτά μητροπολίτες, η οποία και θα εκλέξει τον νέο
ηγέτη της. Δύο εκ των μητροπολιτών είναι ελληνικής καταγωγής και οι άλλοι πέντε
αλβανικής. Αν και κάποιοι συνεργάτες του μετέδιδαν ότι «ο Αρχιεπίσκοπος δεν
έχει δώσει δαχτυλίδι», μια δήλωση του Αναστασίου, το 2017, φωτογράφιζε εν
πολλοίς Αλβανό διάδοχό του.
«Αναμφίβολα ο διάδοχός μου θα είναι Αλβανός. Δεν πήγαμε εκεί για να φτιάξουμε
αποικία, αλλά για να φτιάξουμε την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας»,
είχε πει (ΣΚΑΪ) αμέσως μετά την παραλαβή από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας,
Ιλιρ Μέτα, του αλβανικού διαβατηρίου του.
Μέσα από τα λεγόμενά του πολλοί
«διάβασαν» το όνομα του Κορυτσάς Ιωάννη, το οποίο ανέβηκε στην «ατζέντα» των
πιθανών υποψηφίων, μετά και την εκλογή του σε ρόλο τοποτηρητή της Εκκλησίας,
μέχρι την ανάδειξη του νέου ηγέτη, λίγες ώρες αφότου έγινε γνωστή η εκδημία του
Αρχιεπισκόπου.
Ωστόσο, ο καταστατικός χάρτης της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 3 για την επιλογή
διαδόχου αφήνει ένα «παραθυράκι». Ειδικότερα αναφέρει ότι ο ηγέτης πρέπει να
έχει την αλβανική υπηκοότητα, αλλά «σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει
εξαίρεση με απόφαση του Εκκλησιαστικού Κληρικολαϊκού Συμβουλίου και της Ιεράς
Συνόδου».
Ελάχιστες έως μηδαμινές θα πρέπει να
θεωρούνται οι πιθανότητες, δεδομένης της ατμόσφαιρας που έχει διαμορφωθεί.
Εξάλλου και ο Αναστάσιος δεν έτρεφε αυταπάτες και γι’ αυτό φέρεται να
«προετοίμασε» –δίχως, πάντως, να αποκλειστεί η έκπληξη– τη διαδοχή στο πρόσωπο
του μητροπολίτη Κορυτσάς.
Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος που θα επωμισθεί την υπεράσπιση και συνέχιση του
τιτάνιου έργο του εκλιπόντος ηγέτη; Ο μητροπολίτης Ιωάννης Πελούσι υπήρξε
στενός συνεργάτης του εκλιπόντος Αρχιεπισκόπου. Δεν έχει ελληνικές ρίζες, ούτε
ελληνική παιδεία, δεν ομιλεί καν την ελληνική.
Υπήρξε ωστόσο το «δεξί χέρι» του
Αναστασίου και δεν δίστασε να μπει μπροστά στον αγώνα για να υπερασπιστεί την
Εκκλησία της Αλβανίας και του ιδίου του Αρχιεπισκόπου από τις σφοδρές επιθέσεις
που δεχόταν από ακραίους κύκλους. «Μας επιτίθενται συνεχώς, συχνά άδικα. Κάθε
μέρα μάς κλέβουν τις εκκλησίες και πολλές φορές έχουμε μείνει σιωπηλοί. Οι
κατηγορίες βασίζονται κυρίως σε φήμες. Τα ελληνικά δεν διδάσκονται στην
εκκλησία, όπως υποστηρίζεται. Eνα τέτοιο γεγονός ισχύει μόνο για μειονοτικές περιοχές,
είναι δικαίωμά τους να μαθαίνουν τη γλώσσα τους», είχε τονίσει σε δηλώσεις του
(2013), αντικρούοντας τις κατηγορίες περί σχεδίου ελληνοποίησης της Αλβανίας με
αφορμή τη λειτουργία στον Νότο μαθημάτων ελληνικής γλώσσας.
Ο μητροπολίτης Ιωάννης κατάγεται από
την Κορυτσά, την πόλη με το πιο ισχυρό ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο στην
Αλβανία, από γονείς μουσουλμάνους Μπεκτασί. Ο ίδιος μυήθηκε, επί κομμουνιστικού
καθεστώτος σε μικρή ηλικία, στον χριστιανισμό, από δύο κρυπτο-μοναχές, σε
συνθήκες παρανομίας.
Με την κατάρρευση του καθεστώτος, διέφυγε στην Ιταλία και από εκεί στις ΗΠΑ,
όπου σπούδασε θεολογία. Με την επιστροφή του στην Αλβανία διετέλεσε διευθυντής
της Θεολογικής Σχολής Δυρραχίου και από το 1998 υπηρετεί στην Κορυτσά.
Επί της διαδικασίας, με βάση τα
προβλεπόμενα, οι υποψηφιότητες θα υποβληθούν στο Κληρικολαϊκό Συμβούλιο, που
αποτελείται από 257 ιερείς, το οποίο πρέπει να προτείνει τα ονόματα αυτών που
πληρούν τις προϋποθέσεις για να εκλεγούν.
Στη συνέχεια, οι υποψηφιότητες θα συζητηθούν στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου
της Εκκλησίας, η οποία και θα εκλέξει τον νέο ηγέτη. Η Σύνοδος αποτελείται από
τους μητροπολίτες Βερατίου Aστιο, Δυρραχίου και Κορυτσάς Ιωάννη, Αργυροκάστρου
Δημήτριο, Απολλωνίας και Φίερι Νικόλαο, Ελμπασάν Αντώνιο, Αμαντίας Ναθαναήλ και
Κρούγιας Αναστάσιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου