Του Ηλία Μπέλλου
Στον εμπορικό πόλεμο που σοβεί μεταξύ ΗΠΑ και άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως η Κίνα και η Ν. Κορέα, σύρεται μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, η Σωληνουργεία Κορίνθου. Η ελληνική επιχείρηση βρίσκεται ενώπιον του ενδεχόμενου επιβολής μέτρων antidumping, τελών ή και ποσοστώσεων επί των εξαγωγών της στις ΗΠΑ, εξαιτίας της συμπερίληψής της σε μία ομάδα εταιρειών που καταγγέλθηκαν από αμερικανικές ανταγωνίστριές τους για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Πώληση, δηλαδή, στις ΗΠΑ σε τιμές κάτω από τη «δίκαιη αξία» ή και το κόστος παραγωγής σε σχέση με την αγορά αναφοράς τους, συνήθως την εγχώρια αγορά τους και επί του προκειμένου για τη Σωληνουργεία Κορίνθου αυτή της Ευρώπης.
Το ζήτημα αφορά τους χαλύβδινους σωλήνες μεγάλης διαμέτρου, σε μια υποκατηγορία των οποίων, τους ενεργειακούς αγωγούς, διακρίνεται διεθνώς η Σωληνουργεία Κορίνθου. Μαζί της έχουν καταγγελθεί εταιρείες από την Κίνα, τη Ν. Κορέα, την Τουρκία, τον Καναδά και την Ινδία. Και ενώ η στόχευση κατά των Ασιατών είναι ευρέως γνωστή και από τις πολιτικές ομιλίες, προεκλογικά και μετεκλογικά, του πρόεδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, η ελληνική εταιρεία βρίσκεται μπλεγμένη σε μια υπόθεση περισσότερο εξαιτίας άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων με τις οποίες ανταγωνίζεται για ένα μερίδιο της αμερικανικής αλλά και της διεθνούς αγοράς. Την εκτίμηση αυτή καταθέτουν στην «Κ» διπλωματικές πηγές με γνώση των θεμάτων χάλυβα και των αμερικανοευρωπαϊκών εμπορικών σχέσεων.
«Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η Σωληνουργεία Κορίνθου εξάγει στις ΗΠΑ με ζημία ούτε πως επιδοτείται με οιονδήποτε τρόπο από το κράτος, όπως κάλλιστα μπορεί να τεκμηριωθεί για τους Ασιάτες ή τους Τούρκους», εξηγούν πηγές της αγοράς. Θυμίζουν δε ότι το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα διεθνώς.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί βρέθηκε μπλεγμένη σε μια διαδικασία που μπορεί μεν να μην οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων γι’ αυτήν αλλά δημιουργεί ζητήματα σε κάθε περίπτωση; Η υπόθεση του antidumping είναι ο μόνος κίνδυνος που προέρχεται από τον αμερικανικό προστατευτισμό ή υπάρχει και μεγαλύτερος; Είναι τόσο υψηλές οι ελληνικές εξαγωγές χαλύβδινων σωλήνων μεγάλης διαμέτρου στις ΗΠΑ και πώς καταφέρνει η θυγατρική του ομίλου Στασινόπουλου να παίρνει μεγάλες δουλειές από Αμερικανούς αλλά και ξένους κατασκευαστές; Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου οι ελληνικές εξαγωγές χαλύβδινων σωλήνων μεγάλης διαμέτρου στις ΗΠΑ ήταν αξίας 18,8 εκατ. δολ. το 2014, 197,1 εκατ. το 2015 και 69,9 εκατ. το 2016. Για το 2017 δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά οι πληροφορίες από αμερικανικά ΜΜΕ και την ελληνική αγορά αναφέρουν πως η δυναμική των ελληνικών εξαγωγών είναι ισχυρή. Σε κάθε περίπτωση, εμφανίζονται να έχουν ξεπεράσει το όριο του 3% επί του συνόλου της αγοράς των συγκεκριμένου τύπου σωλήνων, που αποτελεί το κατώφλι για να υπαχθεί σε έλεγχο antidumping.
Στις κορυφαίες εταιρείες

Στα ειδικευμένα newsletter της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας μπορεί να βρει κανείς αρκετά έργα παλαιότερα, τρέχοντα και υπό προκήρυξη, τα οποία έχει ή μπορεί να πάρει η ελληνική βιομηχανία. Ομως από τους καταγγέλλοντες στην αμερικανική επιτροπή antidumping μόνον δύο ή τρεις μπορούν να προσφέρουν τις προδιαγραφές που είναι ικανή να παραδίδει η ελληνική βιομηχανία. Οι καταγγέλλοντες είναι σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές οι American Cast Iron Pipe Company (Birmingham, AL), η Dura-Bond Industries (Steelton, PA), η Skyline Steel (Parsippany, NJ), η Stupp Corporation (Baton Rouge, LA) και η Berg Steel Pipe Corp. (Panama City, FL), Η τελευταία είναι αμερικανική εταιρεία που έχει ιδρυθεί από τη γερμανική οικογένεια Bergrohr, η οποία διατηρεί πολύ μεγαλύτερες μονάδες κατασκευής αγωγών στη Γερμανία. Οι γερμανικές εξαγωγές τέτοιων αγωγών στις ΗΠΑ είναι μεγάλες και κατά πάσα βεβαιότητα πολύ υψηλότερες των ελληνικών. Ομως η Γερμανία και οι εταιρείες της δεν συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα antidumping, «ίσως εξαιτίας της συμμετοχής της Berg Steel Pipe στην ένωση των Αμερικανών παραγωγών αυτού του τύπου των αγωγών».
Ανεπαρκώς στοιχειοθετημένες κατηγορίες
Η καταγγελία κατά της Σωληνουργείας Κορίνθου εκτιμάται πάντως πως είναι ανεπαρκώς στοιχειοθετημένη. Μάλιστα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα πρακτικά των αμερικανικών αρχών και άλλες σχετικές πληροφορίες αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση πως οι εξαγωγές από το λιμάνι της Ελευσίνας έχουν κόστος μεταφοράς και λιμενικό, παραγνωρίζοντας πως η Σωληνουργεία που παράγει τους αγωγούς της στη Θίσβη Βοιωτίας διαθέτει και χρησιμοποιεί δικό της λιμάνι... Κύκλοι της ελληνικής εταιρείας με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» τονίζουν πως συνεργάζονται πλήρως με τις αμερικανικές αρχές και διαθέτουν ισχυρά επιχειρήματα κατά των κατηγοριών που αντιμετωπίζει η εταιρεία στο πλαίσιο της αμερικανικής έρευνας. Αρνήθηκαν, πάντως, να διατυπώσουν εκτίμηση για την έκβαση της υπόθεσης. Το ζήτημα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης από την International Trade Commission (ITC) των ΗΠΑ και στελέχη της Σωληνουργείας έχουν ήδη συμμετάσχει στις ακροάσεις της σχετικής επιτροπής. Εφόσον κριθεί σκόπιμο από την ITC, η υπόθεση, που υπενθυμίζεται αφορά κυρίως Κίνα, Ν. Κορέα, Τουρκία, Καναδά και Ινδία, θα παραπεμφθεί στην αρμόδια υπηρεσία του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου. Οι υπηρεσίες αυτές συνήθως αποστέλλουν τεχνικά και οικονομικά κλιμάκια για επιτόπου πραγματογνωμοσύνη, σε μια διαδικασία που διαρκεί περίπου έξι μήνες και μετά ξαναστέλνει τα συμπεράσματά της στην ITC για να αποφανθεί. Καθίσταται σαφές πως η υπόθεση μπορεί να υπερβεί χρονικά το 2018.
Η απειλή του «Section 232»

Τι είναι το ντάμπινγκ
Σύμφωνα με τον βασικό ορισμό ως ντάμπινγκ νοείται η πώληση ενός προϊόντος σε μια εξαγωγική αγορά σε τιμή χαμηλότερη από την κανονική αξία του, ήτοι από τις τιμές πωλήσεως που ισχύουν στην εγχώρια αγορά του εξαγωγέα ή από το κόστος παραγωγής του με την προσθήκη εύλογου περιθωρίου κέρδους. Θεωρητικά, το ντάμπινγκ ως οικονομικό φαινόμενο που συνεπάγεται την εφαρμογή διαφορετικών τιμών στις διάφορες αγορές, περιλαμβάνει τόσο την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων «αλλοδαπών» αγορών όσο και τη διάκριση μεταξύ των τιμών στην «ημεδαπή» και στην «αλλοδαπή» αγορά.
Μεταξύ των σημαντικότερων, διεθνώς, παραγωγών χαλυβδοσωλήνων
Επενδύσεις πάνω από 80 εκατ. ευρώ τα τελευταία λίγα έτη έχουν καταστήσει τη Σωληνουργεία Κορίνθου έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς χαλυβδοσωλήνων, διεθνώς, για τη μεταφορά υγρών και αερίων καυσίμων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και έναν σημαντικό προμηθευτή του κλάδου κατασκευών. Οι επενδύσεις κατά κύριο λόγο αφορούν την εγκατάσταση νέων και την αναβάθμιση υφιστάμενων γραμμών παραγωγής σωλήνων υψηλής αντοχής για υποθαλάσσιους και χερσαίους αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου, ενώ συνεχίζει να επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μέσω της διείσδυσής της σε νέα προϊόντα και γεωγραφικές αγορές, με στόχο τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ετσι κέρδισε το έργο του αγωγού Trans Adriatic Pipeline (ΤΑΡ) το οποίο και ολοκλήρωσε και έτσι κέρδισε νωρίτερα φέτος και τον διαγωνισμό για την παραγωγή των σωλήνων για τον υποθαλάσσιο αγωγό που θα συνδέσει τη Φινλανδία – τον Balticconnector. Η συμφωνία περιλαμβάνει σωλήνες χάλυβα για τον αγωγό συνολικού μήκους 77 χλμ. Ετσι, άλλωστε, κέρδισε και κερδίζει και έργα στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές άλλες αγορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας δημοσιευμένης ετήσιας οικονομικής έκθεσης της Σωληνουργεία Κορίνθου που αφορά τη χρήση του 2016, ο κύκλος εργασιών της ήταν 210,7 εκατ. ευρώ. Το μεικτό κέρδος διαμορφώθηκε στα 37,9 εκατ. ευρώ, ενώ το αποτέλεσμα προ φόρων, χρηματοδοτικών & επενδυτικών αποτελεσμάτων και συνολικών αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκε σε κέρδη 23,3 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης (EBIT) ανήλθε σε κέρδη 17,5 εκατ. ευρώ. Τα αποτελέσματα προ φόρων της εταιρείας ανήλθαν σε κέρδη ύψους 13,8 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε κέρδη 11,1 εκατ. ευρώ. Ο καθαρός δανεισμός το 2016 διαμορφώθηκε στα 150 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία δηλώνει πως καταφέρνει να διατηρήσει τη θετική της πορεία, καθώς μεταξύ άλλων έθεσε από το 2016 σε λειτουργία τις εγκαταστάσεις που υλοποιήθηκαν μέσω του επενδυτικού πλάνου το οποίο είχε ξεκινήσει το 2013 με την κατασκευή της νέας μονάδας παραγωγής ειδικών σωλήνων μεγάλης διαμέτρου που αφορά κυρίως τους υποθαλάσσιους αγωγούς μεγάλου βάθους (LSAW), της μονάδας παραγωγής σωλήνων μήκους 24 μέτρων, καθώς και των μονάδων εσωτερικής και εξωτερικής επένδυσης σωλήνων μήκους 24 μέτρων.
Η βιομηχανία είναι πρακτικά 100% εξαγωγική σχολιάζουν στην αγορά, απουσία μεγάλων τέτοιων έργων στην Ελλάδα μετά και την ολοκλήρωση της παραγωγής των σωλήνων του TAP. Στόχος της είναι με σωλήνες που θα παραχθούν στο εργοστάσιο της Θίσβης να συνδεθούν με ακτές τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου με πιο ώριμα έργα όπως αυτά που δρομολογούνται στο Ισραήλ. Στους πελάτες της συγκαταλέγονται πολυεθνικές και ελληνικές εταιρείες όπως οι Chevron, BP, BG, Shell, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, OMV, GRTGAZ, Snam, SOCAR, National Grid, RWE, Spectra Energy, Energy Transfer, Denbury, DCP Midstream, MRC, Spartan, EPCO, TOTAL, Enbridge, Cheniere Energy, DNOW, Talisman, STEG, Sonatrach, PDO, OGC, Saudi Aramco, ExxonMobil, ABB, EDF, TIGF, Saipem, Genesis, Allseas και PEMEX.
Οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου βρίσκονται στη βιομηχανική περιοχή Θίσβης στη Βοιωτία και διαθέτουν ιδιόκτητες λιμενικές εγκαταστάσεις. Η βιομηχανία είναι ευαίσθητη τόσα στις τιμές των πρώτων υλών όπως ο χάλυβας όσο και στο ενεργειακό κόστος και στη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου. Ομως η άνοδος των διεθνών τιμών ενέργειας, στον βαθμό που κινητοποιεί νέες επενδύσεις σε αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου είναι θετική για την ανάπτυξή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου