Από τη mixanitouxronou.gr:Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα «καλώ». Η ιστορία τους συνδέεται με την αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα. Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και έπαιρναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης: “Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι”. Αργότερα, το έθιμο μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Από τον 13ο αιώνα και μετά τα κάλαντα απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου.

Φιλοδώρημα ή «καλοχερίδια»
Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν, αναγγέλλουν, τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (όπως τη γέννηση του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μεγάλη Εβδομάδα, Σταύρωση του Χριστού). Από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο, γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν οι καλαντάρηδες. Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε το φιλοδώρημα, είτε τα «καλοχερίδια» όπως τα λένε στην Κρήτη, δηλαδή τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά, όπως αυγά, στάρι και λάδι. Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα, χαρακτηρισμούς τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του.

“Τα συχαρίκια μας, κυρά φάσκιωσεν η Παναγιά έκανε Χριστόν Υιόν γεννήθηκε, βαφτίστηκε στους ουρανούς πετάχτηκε.” (Από τα μαυροβινά κάλαντα των Χριστουγέννων) Έχουν, όμως, και επαινετικό χαρακτήρα. Υπάρχει έντονος στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πόλης της Καστοριάς, που λέγονται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς: “Αφέντης μας είναι καλός στον κόσμο ξακουσμένος”… “ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι”. “Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα” Τα κάλαντα περιέχουν πάντοτε και ευχές:
“Ας είν’ πολλά τα έτη του καλά κι ευτυχισμένα”, αλλά και “Καλέ Παναγιώτατε, Χρυσέ μας Ποιμενάρχα καλές γιορτές καλή χρονιά καλέ μας Ιεράρχα πολλά τα έτη Δέσποτα να είναι ευτυχισμένα μαζί να τα περάσουμε καλά κι αγαπημένα”, όπως εύχονται οι Καστοριανοί στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους. Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής. Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους. Στην αρχή δεν ήταν χρήματα αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας. Οι ιδανικοί καλαντιστές είναι τα παιδιά. «Τα παιδιά, που ολοκάθαρα και φροντισμένα ξεκινούν το πρωί με το χειμωνιάτικο κρύο, παρατώντας το χουζούρι των σχολικών διακοπών τους, και φτάνουν ως την πόρτα μας για να τα “πουν”, ας είναι καλόδεχτα και καλοπληρωμένα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου