Του Άρη Παπαδόπουλου
Μία από τις πλέον γηρασμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) είναι η Ελλάδα, με μόνες την Ιταλία και τη Γερμανία να παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά γήρανσης. Στο παραπάνω συμπέρασμα καταλήγει η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, σε εργασία της, στην οποία επεξεργάζεται -μεταξύ άλλων- δεδομένα της Eurostat, βάσει των οποίων η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την ΕΕ, συνεχίστηκε απρόσκοπτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Και μάλιστα από το 2011 οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις.
Mιλώντας προς τον «Εθνικό Κήρυκα» η κ. Ντυκέν, η οποία ασχολείται επισταμένα με το δημογραφικό πρόβλημα από το 2001, και σε σχέση με την κρίση, ανέφερε ότι στη συγκριτική της μελέτη το σημαντικό στοιχείο είναι το Φυσικό Ισοζύγιο, δηλαδή η σχέση γεννήσεις-θάνατοι, «ήταν θετικό μέχρι και το 2010. Αλλά τα τελευταία χρόνια και μέχρι το 2012 που έχουμε τα δεδομένα, το ισοζύγιο είναι πολύ αρνητικό. Υπάρχει πρόβλημα γεννητικότητας. Από την άλλη δείχνει ότι και παρά την κρίση, το προσδόκιμο όριο ζωής παραμένει υψηλό, ειδικά στην περιφέρεια. Επομένως έχουμε και μία διάρκεια ζωής όλο και μεγαλύτερη, γεγονός που εξηγεί και την ολοένα αυξανόμενη γήρανση. Το σίγουρο είναι όμως ότι ο απόλυτος αριθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό είναι από τις κυριότερες κοινωνικοδημογραφικές επιπτώσεις της κρίσης, κατά την άποψή μου».Στην ερώτηση πώς είναι το δημογραφικό στις άλλες χώρες και ειδικά στα Βαλκάνια, καθώς η ίδια είναι μέλος της Ενωσης DEMOBALK, ενός δικτύου επιστημόνων και φορέων που εξετάζουν θέματα που άπτονται των πληθυσμιακών και κοινωνικών εξελίξεων στα Βαλκάνια, η κ. Ντυκέν είπε ότι «η γήρανση είναι ένα φαινόμενο που είναι πιο έντονο στις μεσογειακές χώρες. Κι αυτό εν μέρει το εξηγώ στη μεσογειακή διατροφή που ευνοεί την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Οπότε σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα δημιουργείται το πρόβλημα. Ωστόσο, στη Γερμανία είναι πολύ άσχημη η κατάσταση, για διαφορετικούς βεβαίως λόγους. Πάντως, η Γερμανία το λαμβάνει πολύ σοβαρά και σκοπεύει να λάβει μέτρα».
Να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, το ποσοστό του ηλικιωμένου πληθυσμού της Ελλάδας αυξήθηκε σημαντικά, από 16,7% στα 19,4%, επίπεδο υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ των 27 (17,5% το 2011).
Ο δείκτης γήρανσης, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, επιβεβαιώνει σαφώς αυτή την τάση: αν ο αριθμός ηλικιωμένων ατόμων για 100 νέους (κάτω από 15 ετών) ήταν 110 το 2001, σήμερα φτάνει τους 134.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος δείκτης ανέρχεται σε 112 για το σύνολο της ΕΕ, ενώ μόνο τρεις χώρες αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με την Ελλάδα (εκτός από τις δύο προαναφερόμενες, είναι επίσης η Βουλγαρία με δείκτη=140).
Εξετάζοντας την ηλικιακή δομή του πληθυσμού της Ελλάδας, προκύπτει ότι το ποσοστό ηλικίας 65 ετών και άνω ξεπερνά το 19% (σχεδόν ένας στους πέντε), τοποθετώντας τη χώρα μας στην ομάδα των τριών χώρων της Ενωσης με τα υψηλότερα ποσοστά – μαζί με την Ιταλία (20,3%) και τη Γερμανία (20,6%).
Στον αντίποδα, οι τρεις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά είναι η Ιρλανδία (11,5%) και ακολουθούν η Σλοβακία (12,6%) και η Κύπρος (12,7%).
Οι παραπάνω δείκτες αναδεικνύουν σοβαρό πρόβλημα αναπαραγωγής του πληθυσμού στην Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνει η πρόσφατη εξέλιξη του Φυσικού Ισοζυγίου της χώρας (διαφορά μεταξύ των γεννήσεων και των θανάτων).
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, το Φυσικό Ισοζύγιο μειώθηκε ραγδαία κατά την περίοδο 2008-2012 για να είναι πλέον αρνητικό. Αν το 2008 οι γεννήσεις υπερέβαιναν τους θανάτους κατά 10.300 (θετικό Φυσικό Ισοζύγιο), από το 2011 και έπειτα, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις. Πιο ανησυχητική είναι η δραματική φυσική μείωση του πληθυσμού το 2012. Το έλλειμμα υπερ-τριπλασιάστηκε, από -4.671 το 2011, έφτασε στα -16.299 το 2012.
Αν η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο, η ένταση στο εσωτερικό της χώρας διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό, με την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου να παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (πολύ κάτω από το μέσο όρο τόσο της χώρας όσο και της ΕΕ). Ακολουθούν η Αττική και η Κρήτη οι οποίες βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με το σύνολο της Ενωσης και σαφώς κάτω από το εθνικό επίπεδο.
Γενικότερα, επισημαίνει η κ. Ντυκέν, υπάρχει σαφής αντίθεση μεταξύ: α) αρκετών νησιωτικών περιφερειακών ενοτήτων, οι οποίες παρουσιάζουν περιορισμένη γήρανση, με ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω που δεν ξεπερνά το 17% (ειδικά οι Π.Ε. Μυκόνου, Κω, Ανδρου, Ρόδου, Θήρας, Ρέθυμνου, Ηρακλείου) και β) των περιφερειακών ενοτήτων με έντονο ορεινό χαρακτήρα, όπως οι Π.Ε. Καρδίτσας, Αρτας, Φωκίδας, Γρεβενών και Ευρυτανίας, με ποσοστό άνω των 26.5%.
Να σημειωθεί ότι με βάση τη μελέτη της, η κ. Ντυκέν ετοιμάζει ένα μεγάλο επιστημονικό άρθρο για να παρουσιάσει σε συνέδριο για την κρίση.
Η κ. Ντυκέν από τη Γαλλία, άρχισε να δουλεύει συστηματικά το 1996 με το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας με σύμβαση. Από το 1999 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Αγροτικού Χώρου (ΕΑΧ) του ίδιου Πανεπιστήμιου και από το 2000, μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου. Το 2006 έγινε επίκουρος καθηγήτρια.
Εχει συμμετάσχει σε πάνω από 60 ερευνητικά προγράμματα και μελέτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Μένει στην Ελλάδα από το 1984 και σε σχετική ερώτηση πώς κι έμεινε και δεν γύρισε στη Γαλλία, είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Θεωρώ απαράδεκτο να φύγω από τη χώρα που για πάνω από τριάντα χρόνια μου έχει δώσει ψωμί. Δεν το κάνουν και άλλοι ξένοι, πώς θα το έκανα εγώ;».
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ, Με πληροφορίες από το «ΑΜΠΕ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου