Κυριακή, 5 Μαίου, 2013
Φως του Χριστού, παντού φως.
Είναι μια Κυριακή αλλιώτικη από τις άλλες. Κομίζει μοναδικές εμπειρίες και σκηνογραφίες. Ιδού μερικές: Τρεις γυναίκες Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, φορτωμένες με αρώματα και μυριστικά, κίνησαν οι σύντρείς τους άσκιαχτες μέσα στο χάραμα, «ίνα ελθούσαι αλείψωσιν τον Ιησούν». Το μόνο που φαίνεται να τις απασχολεί, είναι η μετατόπιση του λίθου «εκ της θύρας του μνημείου», αφού «ην γάρ μέγας σφόδρα», δηλαδή ο λίθος ήταν τεράστιος.
Καθώς πεζοπορούν χαροκαμένες και πενθηφορούσες, συζητούν μεταξύ τους και διερωτώνται, «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου»; Δεν υπολογίζουν τίποτε και κανέναν άλλον. Ούτε τους μανιασμένους σταυρωτές, ούτε τον άπονο κεντηρίωνα, ούτε την οπλισμένη κουστωδία που φυλάγει τον τάφο.
Φοβούνται βλέπεις οι ανάλγητοι σταυρωτές μη τυχόν οι μαθητές του Ιησού έλθουν μεσονυχτίς και Τον κλέψουν και πουν ότι αναστήθηκε. Εκείνες προχωρούν αποφασιστικά. Αλλωστε η αγάπη θέλει τόλμη.
Μόλις έφτασαν στο μνήμα, ξαφνιάστηκαν.
Ο τεράστιος λίθος, ο οποίος σφράγισε «την πέτραν της ζωής», είχε μετατοπισθεί. Κι’ ένας λαμπερός άγγελος με ολόασπρα φτερά, τις αναγγέλλει το χαρμόσυνο μαντάτο, «ηγέρθη ουκ έστιν ώδε», ανέστη δεν είναι εδώ. Εμειναν άφωνες. Πέτρωσαν τα κορμιά τους. Κλείσθηκαν σφιχτά τα χείλη τους. Τρέμουν τα γόνατά τους. Κι ο άγγελος, θέλοντας να διαλύσει και την παραμικρή αμφιβολία τους, τις καλεί στη θέαση του αδειανού τάφου: «Ιδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν», τις λέγει πειστικά, και τις αναθέτει αμέσως το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού της Ανάστασης του Χριστού: «Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθητές αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. Εκεί αυτόν όψεσθε καθώς είπεν υμίν». Δηλαδή πηγαίνετε και πείτε τα μαντάτα στους μαθητές Του και στον Πέτρο. Πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία, εκεί θα Τον δείτε, καθώς σας είχε πει.
Μεγάλο προνόμιο γι’ αυτές τις τρεις γυναίκες, διότι έγιναν οι απόστολοι των Αποστόλων και οι ευαγγελιστές των Ευαγγελιστών, αφού πρώτες αυτές ανήγγειλαν το «Χριστός Ανέστη».
Αναστάσεως ημέρα, σήμερα. Μέρα χαράς. Μέρα λαμπρής. Μέρα λύτρωσης. «Εορτών, εορτή και πανήγυρις, πανηγύρεων». Γιορτάζει η γης, κι ο ουρανός. Γιορτάζουν τ’ άστρα, τα πουλιά και τα λουλούδια. Γιορτάζει η φύση όλη και λάμπουν όλοι κι όλα από φως, αφού με την Ανάσταση του Χριστού, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», κι’ εμείς ολόκληροι, κι οι μορφές μας και οι ψυχές μας. Αγκαλιασμένοι, αναστημένοι, κι’ αγαπημένοι, διαλαλούμε ηχηρά σε κάθε κατεύθυνση, «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Αδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχής...».
Με την Ανάσταση του Χριστού μετατοπισθήκαμε, «εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν». Τώρα μπορούμε «εν ετέρα μορφή», να ρωτούμε μαζί με τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου Αδη το νίκος»; Αφού τώρα πια είμαστε βέβαιοι πως, «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».
Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μία παράταση του φυσικού Του βίου, όπως συνέβη με τις νεκραναστάσεις του Λαζάρου ή της κόρης του Ιαείρου λόγου χάρη, οι οποίοι έπειτα από παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος πέθαναν και πάλι διότι τέλεψαν τα συστατικά της βιολογικής τους ύπαρξης. Αλλά η Ανάσταση του Χριστού είναι, «η κατάποσις του θνητού υπό της ζωής». Με την νέκρωση Του, νέκρωσε μια για πάντα τον θάνατο και τον μεταποίησε σε «όντως ζωή», απέθαντη και ατέλεστη.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι διαρκώς παρούσα μέσα στην Εκκλησία, σαν μια αδιάκοπη πρόκληση και πρόσκληση νίκης ενάντια στη φθορά και το θάνατο, τον οποίον «κατήργησε ο του Σωτήρος θάνατος» και τον μεταποίησε σε «περισσόν της ζωής», ψηλαφητό στις μορφές των αγίων, οι οποίοι είναι η μεταϊστορία στο σήμερα της ιστορίας, το έσχατον και το παρόν αναστημένα.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Του Θεόδωρου Καλμούκου
Χτυπούν καμπάνες χαρωπά και διαλαλούν δοξαστικά το θαύμα «Χριστός Ανέστη»! Ευλογημένο σύναυγο το σημερινό, αλλιώτικο από τα άλλα. Ρόδισε η αυγή. Και να το φως, καλημερίζει την πλάση. Τη φωτίζει και τη λαμποκοπά.Φως του Χριστού, παντού φως.
Είναι μια Κυριακή αλλιώτικη από τις άλλες. Κομίζει μοναδικές εμπειρίες και σκηνογραφίες. Ιδού μερικές: Τρεις γυναίκες Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, φορτωμένες με αρώματα και μυριστικά, κίνησαν οι σύντρείς τους άσκιαχτες μέσα στο χάραμα, «ίνα ελθούσαι αλείψωσιν τον Ιησούν». Το μόνο που φαίνεται να τις απασχολεί, είναι η μετατόπιση του λίθου «εκ της θύρας του μνημείου», αφού «ην γάρ μέγας σφόδρα», δηλαδή ο λίθος ήταν τεράστιος.
Καθώς πεζοπορούν χαροκαμένες και πενθηφορούσες, συζητούν μεταξύ τους και διερωτώνται, «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου»; Δεν υπολογίζουν τίποτε και κανέναν άλλον. Ούτε τους μανιασμένους σταυρωτές, ούτε τον άπονο κεντηρίωνα, ούτε την οπλισμένη κουστωδία που φυλάγει τον τάφο.
Φοβούνται βλέπεις οι ανάλγητοι σταυρωτές μη τυχόν οι μαθητές του Ιησού έλθουν μεσονυχτίς και Τον κλέψουν και πουν ότι αναστήθηκε. Εκείνες προχωρούν αποφασιστικά. Αλλωστε η αγάπη θέλει τόλμη.
Μόλις έφτασαν στο μνήμα, ξαφνιάστηκαν.
Ο τεράστιος λίθος, ο οποίος σφράγισε «την πέτραν της ζωής», είχε μετατοπισθεί. Κι’ ένας λαμπερός άγγελος με ολόασπρα φτερά, τις αναγγέλλει το χαρμόσυνο μαντάτο, «ηγέρθη ουκ έστιν ώδε», ανέστη δεν είναι εδώ. Εμειναν άφωνες. Πέτρωσαν τα κορμιά τους. Κλείσθηκαν σφιχτά τα χείλη τους. Τρέμουν τα γόνατά τους. Κι ο άγγελος, θέλοντας να διαλύσει και την παραμικρή αμφιβολία τους, τις καλεί στη θέαση του αδειανού τάφου: «Ιδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν», τις λέγει πειστικά, και τις αναθέτει αμέσως το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού της Ανάστασης του Χριστού: «Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθητές αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. Εκεί αυτόν όψεσθε καθώς είπεν υμίν». Δηλαδή πηγαίνετε και πείτε τα μαντάτα στους μαθητές Του και στον Πέτρο. Πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία, εκεί θα Τον δείτε, καθώς σας είχε πει.
Μεγάλο προνόμιο γι’ αυτές τις τρεις γυναίκες, διότι έγιναν οι απόστολοι των Αποστόλων και οι ευαγγελιστές των Ευαγγελιστών, αφού πρώτες αυτές ανήγγειλαν το «Χριστός Ανέστη».
Αναστάσεως ημέρα, σήμερα. Μέρα χαράς. Μέρα λαμπρής. Μέρα λύτρωσης. «Εορτών, εορτή και πανήγυρις, πανηγύρεων». Γιορτάζει η γης, κι ο ουρανός. Γιορτάζουν τ’ άστρα, τα πουλιά και τα λουλούδια. Γιορτάζει η φύση όλη και λάμπουν όλοι κι όλα από φως, αφού με την Ανάσταση του Χριστού, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», κι’ εμείς ολόκληροι, κι οι μορφές μας και οι ψυχές μας. Αγκαλιασμένοι, αναστημένοι, κι’ αγαπημένοι, διαλαλούμε ηχηρά σε κάθε κατεύθυνση, «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Αδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχής...».
Με την Ανάσταση του Χριστού μετατοπισθήκαμε, «εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν». Τώρα μπορούμε «εν ετέρα μορφή», να ρωτούμε μαζί με τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου Αδη το νίκος»; Αφού τώρα πια είμαστε βέβαιοι πως, «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι».
Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μία παράταση του φυσικού Του βίου, όπως συνέβη με τις νεκραναστάσεις του Λαζάρου ή της κόρης του Ιαείρου λόγου χάρη, οι οποίοι έπειτα από παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος πέθαναν και πάλι διότι τέλεψαν τα συστατικά της βιολογικής τους ύπαρξης. Αλλά η Ανάσταση του Χριστού είναι, «η κατάποσις του θνητού υπό της ζωής». Με την νέκρωση Του, νέκρωσε μια για πάντα τον θάνατο και τον μεταποίησε σε «όντως ζωή», απέθαντη και ατέλεστη.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι διαρκώς παρούσα μέσα στην Εκκλησία, σαν μια αδιάκοπη πρόκληση και πρόσκληση νίκης ενάντια στη φθορά και το θάνατο, τον οποίον «κατήργησε ο του Σωτήρος θάνατος» και τον μεταποίησε σε «περισσόν της ζωής», ψηλαφητό στις μορφές των αγίων, οι οποίοι είναι η μεταϊστορία στο σήμερα της ιστορίας, το έσχατον και το παρόν αναστημένα.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου