Σάββατο, 16 Ιουλίου, 2011
Νέο χάσμα έχει δημιουργηθεί μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης, αυτή τη φορά σχετικά με το πόσο γρήγορα πρέπει να γίνει ο σχεδιασμός για τη νέα διάσωση της Ελλάδας. Την ίδια ώρα μάλιστα, ΔΝΤ και οίκοι αξιολόγησης, ζητούν «μεγαλύτερη αίσθηση επείγοντος» σε επίπεδο ΕΕ και επικρίνουν την «κακοφωνία».
Συγκεκριμένα, όπως έγραψε χθες η «WSJ», οι χώρες της ευρωζώνης, πέρα από το χάσμα στους ρυθμούς ανάπτυξης, που τις κατατάσσει σε πυρήνα και περιφέρεια, πλέον χωρίζονται σε δύο νέες ομάδες: Αυτές που ζητούν επείγουσα δράση για την αντιμετώπιση της κρίσης και αυτές που φέρονται να μην βιάζονται ιδιαίτερα.Στην πρώτη κατηγορία, ανήκει η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία με την Ισπανία. Η πρώτη κυριολεκτικά «καίγεται», ανέφερε η «WSJ» για νέα βοήθεια, ενώ οι δύο τελευταίες βρίσκονται στο επίκεντρο των αγορών, με το κόστος δανεισμού τους να έχει εκτιναχθεί τις τελευταίες μέρες.
Στη δεύτερη κατηγορία, είναι η Γερμανία, έχοντας ως θεσμικές σχεδόν συμπαραστάτριες, Φινλανδία και Ολλανδία, οι οποίες δεν πτοούνται από τη «φωτιά» που έχει πάρει η ευρωζώνη.
Εκκλήσεις ωστόσο προς το Βερολίνο, όπως έγραψε η «FT» απευθύνουν μόνο οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας -που χθες ενέκρινε ενισχυμένα μέτρα λιτότητας στον προϋπολογισμό της- αλλά και το ΔΝΤ και οι οίκοι αξιολόγησης.
«Οι οίκοι αξιολογήσεων, οι διεθνείς δανειστές και οι Ιταλοί ηγέτες, όλοι επιρρίπτουν τις ευθύνες για την αναταραχή των αγορών στην αδυναμία των αξιωματούχων της Ευρωζώνης να ολοκληρώσουν τη συμφωνία για την Ελλάδα, που καθυστερεί εξαιτίας γερμανικών και ολλανδικών απαιτήσεων να επωμιστούν μέρος του βάρους της διάσωσης οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων», ανέφερε η «FT», προσθέτοντας ότι ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών, Τζούλιο Τρεμόντι, μίλησε ανοικτά για μια Ευρώπη που διακατέχεται από εγωισμό και τοπικά συμφέροντα.
«Σήμερα στην Ευρώπη υπάρχει ένα ραντεβού με την Ιστορία. Η σωτηρία δεν θα έλθει με τη χρηματοδότηση, αλλά από την πολιτική. Η πολιτική, όμως, δεν μπορεί να κάνει άλλα λάθη», δήλωσε ο κ. Τρεμόντι κατά τη διάρκεια της συζήτησης που έγινε χθες στην ιταλική Βουλή για το νέο πακέτο λιτότητας ύψους 48 δισ. ευρώ, προσθέτοντας: «Οπως και στον Τιτανικό, ούτε οι επιβάτες της πρώτης θέσης μπορούν να σωθούν».
Επίσης, ο αναπληρωτής διευθυντής του ΔΝΤ για την Ευρώπη, Ατζάι Τσόπρα, ήταν το ίδιο οξύς, αναφέροντας σε δηλώσεις του ότι οι ηγέτες της Ευρώπης «πρέπει να τελειώσουν» τη συζήτηση σχετικά με τους ιδιώτες πιστωτές, καθώς οι αγορές πιστεύουν ότι έως σήμερα δεν έδωσαν επαρκή απάντηση.
«Αυτό που είναι κρίσιμο τώρα, είναι η Ευρώπη να διαλύσει την αβεβαιότητα που δημιουργείται», συμπλήρωσε.
Επιπλέον, το ΔΝΤ, με έκθεσή του, προς τη G20, που συνεδρίασε στο Παρίσι, ζητούσε «μεγαλύτερη αίσθηση του επείγοντος» στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους. Καταλόγιζε δε στην ΕΕ αργοπορία στην εξυγίανση του τραπεζικού της συστήματος, δεδομένου του εντεινόμενου κινδύνου για μετάδοση της κρίσης.
«Η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα απειλεί να ταράξει την αγορά -γεγονός που θα επηρέαζε τα επιτόκια δανεισμού άλλων ευάλωτων χωρών και θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ανέφερε το ΔΝΤ και τόνιζε ότι οι παγκόσμιες αγορές ανησυχούν πολύ με τις εξελίξεις στην Ελλάδα, οι οποίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Απέδιδε, μάλιστα, τις αναταραχές που κλονίζουν τις αγορές στις εξελίξεις στην Ευρώπη, όπου η ενίσχυση της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών προχωρεί, αργά και υπολείπεται της αντίστοιχης στην οποία είχαν προχωρήσει οι αμερικανικές τράπεζες μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2009.
Οσον αφορά στους οίκους αξιολόγησης, χθες ο Τόρστεν Χινριχς, υψηλόβαθμο στέλεχος του Standard & Poor’s, μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt», τόνισε ότι η «κακοφωνία» στην ΕΕ, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κρίση, ενώ κληθείς να δώσει εξηγήσεις για την ερμηνεία του όρου «selective default», είπε πως οποιαδήποτε μορφή αναδιάρθρωσης που μεταβάλλει το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής ενός χρέους συνιστά χρεοκοπία.
Μέχρι και χθες, πάντως, η κ. Μέρκελ φάνηκε να μην «ακούει» τις εκκλήσεις αυτές. Ενδεικτικό είναι πως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, δήλωσε πως μία έκτακτη Σύνοδος Κορυφής ή ένα έκτακτο Eurogroup, για ένα δεύτερο πακέτο για την Ελλάδα θα πρέπει να συγκληθεί όταν κριθεί ότι «είναι απαραίτητο και έχει νόημα».
Προέχει, όπως είπε, να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις της ομάδας εργασίας για τη διαμόρφωση του νέου προγράμματος. Τόνισε, ωστόσο, πως οι διαβουλεύσεις θα πρέπει να ολοκληρωθούν το «ταχύτερο δυνατόν».
Και ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Γκεργκ Ασμουσεν, δήλωσε στο «BBC» ότι «οι αγορές συχνά αποφασίζουν ταχύτερα από τις πολιτικές διαδικασίες και πάντα χρειάζεται να τρέχουμε από πίσω τους» και αναγνώρισε ότι «αυτό που σαφώς χρειαζόμαστε, είναι ένα μήνυμα ότι κάνουμε ταχεία πρόοδο στο σχέδιο του δεύτερου προγράμματος και νομίζω ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει σύντομα να αντιμετωπιστεί».
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ - «Wall Street Journal», «New York Times», «Financial Times»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου