Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

«Εγώ, ο δημόσιος υπάλληλος»: Ποιος φταίει και ποιος πληρώνει;

 Παρασκευή, 6 / 6 / 25

Αντώνης Ντινιακός

                                                    Πάτα στα κόκκινα γράμματα για να δεις και αυτό το άρθρο

Άρση μονιμότητας στο δημόσιο έναν αιώνα μετά

 

Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα ξεκινούν πάντα με χειραψίες και τελειώνουν με ένα μεγάλο κουβάρι που κανείς δεν θέλει να ξεμπλέξει.

Η συζήτηση για τη μονιμότητα στο Δημόσιο δεν είναι καινούργια, αλλά κάθε φορά επιστρέφει πιο φορτισμένη και μάλλον πιο πρόχειρη. Ωστόσο, τι μπορεί να αλλάξει πραγματικά όταν μια μεταρρύθμιση ξεκινά όχι από τις δομές, αλλά από τον εργαζόμενο;

Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ρυθμούς αλγόριθμου, ό,τι αντιστέκεται στην ταχύτητα, λογίζεται στις μέρες μας αναχρονισμός. Το ελληνικό «Δημόσιο», με τη γραφειοκρατική του βαρύτητα και τη μονιμότητα ως μηχανισμό αυτοσυντήρησης, μοιάζει συχνά να ανήκει σε άλλη εποχή. Ένας ξεχασμένος θεσμός από τις αναλογικές δεκαετίες του παρελθόντος, παγιδευμένος ανάμεσα σε υπουργικές αποφάσεις με βαριές, ξύλινες σφραγίδες και φακέλους δεμένους με σπάγκο.

Στην Ελλάδα, βέβαια, η λέξη «Δημόσιο» είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια διοικητική δομή -είναι μια σχεδόν υπαρξιακή έννοια, φορτωμένη με αντιφάσεις και συμβολισμούς. Σημαίνει σταθερότητα και ακινησία, προστασία και ταλαιπωρία, ασφάλεια και αναβλητικότητα. Ένα θεσμικό οικοδόμημα που αυτοαναιρείται καθημερινά, που χλευάζεται στις ουρές των ταμείων, στα γκισέ των εφοριών, στις καθυστερήσεις των εγκρίσεων, αλλά λίγο αργότερα δοξάζεται σιωπηλά όταν τα πράγματα σοβαρεύουν και στον ορίζοντα εμφανίζονται πανδημίες, φωτιές, σεισμοί, καταστροφές.

Αυτό το σπάνιο κράμα δυσπιστίας και ανάγκης, κομματισμού και αυταπάρνησης, βολέματος και καθήκοντος που όλοι αγαπούν να κατακρίνουν, όμως όλοι χρειάζονται, επέστρεψε πρόσφατα στην πολιτική αρένα -όχι για να συζητηθεί η αναβάθμισή του, αλλά η ανατροπή ενός εκ των θεμελίων του.

Η μονιμότητα στο εδώλιο

Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μια συνέντευξη που περισσότερο έμοιαζε με πολιτική εξαγγελία παρά με ραδιοφωνική αποστροφή, άνοιξε επισήμως το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης για τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Μίλησε για «αξιολόγηση», για «λογοδοσία», για «θεσμική ωρίμανση» του κράτους -λέξεις που μοιάζουν ουδέτερες, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία αποκτούν ιδιαίτερο βάρος και σκοπιμότητα.

Η δήλωσή του δεν «έπεσε» σε πολιτικό κενό. Αντίθετα, το timing ήταν προσεκτικά επιλεγμένο. Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τη φθορά, τα διαχειριστικά ελλείμματα και μια δυσδιάκριτη ατζέντα μεταρρυθμίσεων, η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση λειτουργεί σαν ένα πολιτικό εργαλείο πολλαπλών χρήσεων.

Αφενός, προσφέρει ένα σαφές ιδεολογικό στίγμα στον πρωθυπουργό, αφού η ρητορική υπέρ της άρσης της μονιμότητας και της ευελιξίας στο Δημόσιο εδραιώνει το αφήγημα του «μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού» που τολμά να αγγίξει τα ιερά και τα όσια του κρατισμού, αφετέρου, λειτουργεί ως πολιτικός αντιπερισπασμός, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από τα καθημερινά αδιέξοδα σε ένα πιο αφηρημένο αλλά διχαστικό πεδίο, εκεί όπου οι «παραγωγικοί» βρίσκονται απέναντι από τους «βολεμένους».

Η γραμμή αυτή δεν είναι καινούργια, είναι δοκιμασμένη και πολιτικά αποδοτική. Ο κοινωνικός αυτοματισμός, η τεχνητή αντίθεση ανάμεσα στον ιδιωτικό υπάλληλο «που παλεύει» και τον δημόσιο υπάλληλο «που κάθεται», επιστρέφει κατά πως φαίνεται ξανά ως εργαλείο πόλωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όμως, η συζήτηση χάνει το ουσιώδες διακύβευμά της. Δεν επικεντρώνεται πια στα πραγματικά προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, την υποστελέχωση, την κακοδιοίκηση, την έλλειψη επιμόρφωσης, αλλά στοχοποιεί την ίδια τη μονιμότητα ως πηγή όλων των δεινών.

Η σταθερή εργασία παρουσιάζεται όχι ως δικαίωμα πια, αλλά ως ένα προνόμιο. Κι έτσι, το πρόβλημα μετατίθεται από το πώς θα φτιάξουμε ένα καλύτερο Δημόσιο, στο ποιος φταίει που δεν λειτουργεί. Ένα σχήμα απλοϊκό και πολιτικά βολικό, καθώς έτσι, οι δομικές αδυναμίες του κράτους μένουν στο απυρόβλητο.

Πολλοί ειδικοί της δημόσιας διοίκησης φυσικά υπογραμμίζουν πως το πρόβλημα δεν είναι η μονιμότητα καθαυτή, αλλά η απουσία ουσιαστικής αξιολόγησης, η ατιμωρησία, η πολιτική κάλυψη, η γραφειοκρατία χωρίς ευθύνη. Η κυβέρνηση, αντί να επιμείνει στην ενίσχυση των μηχανισμών που μπορούν να διορθώσουν αυτά, φαίνεται να προκρίνει τη συνταγματική λύση ή, τουλάχιστον, να τη χρησιμοποιεί ως συμβολικό όχημα.

Ψηφιοποίηση στην επιφάνεια, αδράνεια στον πυρήνα: η ελληνική διοίκηση ανάμεσα σε δύο κόσμους.

«Ούτε οι δικτατορίες δεν πείραξαν τη μονιμότητα»

Ο Δημήτρης Μπράτης, προεδρεύων της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ και πρώην πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, απαντά μετωπικά στην πρόταση για άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο: «Δεν υφίσταται κανένας λόγος κατάργησης της μονιμότητας. Είναι ένα επικοινωνιακό τρικ, για να αλλάξει η ατζέντα. Το Σύνταγμα ήδη προβλέπει απομάκρυνση ανεπαρκών υπαλλήλων. Το πρόβλημα δεν είναι η μονιμότητα, αλλά η μη εφαρμογή των υπαρχόντων διατάξεων από τα πειθαρχικά συμβούλια, στα οποία την πλειοψηφία έχουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι «ακόμα και οι δικτατορίες που πέρασαν από τη χώρα δεν πείραξαν τη μονιμότητα», ενώ κατηγορεί την κυβέρνηση για προσπάθεια κοινωνικού αυτοματισμού ενόψει της δίκης για την επαναφορά των δώρων στο Δημόσιο: «Ξαφνικά επανήλθε το θέμα, ενώ δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Είναι απόπειρα να χαθεί η κοινωνική στήριξη που υπάρχει για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού». Τέλος, για το σύστημα αξιολόγησης, τονίζει: «Το 80% των προϊσταμένων είναι διορισμένοι με ανάθεση από το 2011. Δεν έχουν επιλεγεί με κανένα κριτήριο. Αυτοί θα κρίνουν τους υπόλοιπους; Πρώτα πρέπει να φτιαχτεί ένα αξιόπιστο και δίκαιο σύστημα επιλογής και μετά να μιλήσουμε για αξιολόγηση».

Στη χώρα μας, άλλωστε, η λέξη «μονιμότητα» δεν είναι ουδέτερη -είναι φορτισμένη με ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά νοήματα που ξεπερνούν κατά πολύ το στενό της ορισμό. Συνδέεται με μεταπολιτευτικά κεκτημένα, φόβους πολιτικών παρεμβάσεων, αλλά και με ένα αίσθημα αδικίας για όσους παραμένουν εκτός του «συστήματος». Για ορισμένους είναι το συνώνυμο της σταθερότητας, της προστασίας από αυθαιρεσίες και της διατήρησης ενός κράτους με θεσμική μνήμη, για άλλους ο πυρήνας μιας παθολογίας, η ρίζα της αναποτελεσματικότητας, της ατιμωρησίας και της διοικητικής αδράνειας.

Στο επίκεντρο αυτής της θεσμικής σκηνής, στέκει ο μεγάλος, σιωπηλός πρωταγωνιστής: ο δημόσιος υπάλληλος. Πίσω από το γκισέ, το τηλέφωνο, το πρωτόκολλο, δεν βρίσκεται μια απρόσωπη γραφειοκρατική μηχανή, αλλά μια ολόκληρη κοινωνία ανθρώπων -νέοι και μεγαλύτεροι, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ή μη, άλλοτε διορισμένοι με ΑΣΕΠ κι άλλοτε από το «παράθυρο». Άνθρωποι με διαφορετικές διαδρομές, αντιλήψεις, προσδοκίες, σχέσεις με την εξουσία, αλλά και την έννοια του καθήκοντος. Κάποιοι βλέπουν την εργασία τους ως αποστολή και κρατούν το σύστημα όρθιο με αυταπάρνηση, άλλοι ως ένα σταθερό μισθό –χτυπούν την κάρτα και επιστρέφουν σπίτι.

Ποιοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι

Σήμερα, η χώρα μας αριθμεί περίπου 563.000 μόνιμους υπαλλήλους (αν υπολογίσουμε και τους συμβασιούχους ο αριθμός υπερβαίνει τις 730.000), οι οποίοι μοιράζονται ανάμεσα σε υπουργεία, νοσοκομεία, σχολεία, δήμους, σώματα ασφαλείας και δημόσιες επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα ποσοστό της τάξης του 16% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας, κοντά δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά τις φωνές περί «διογκωμένου Δημοσίου», η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας έχει λιγότερους δημόσιους υπαλλήλους αναλογικά με άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

«Ό,τι μαθαίνουμε, το μαθαίνουμε μεταξύ μας, με ερωτήσεις, με δοκιμές, με λάθη, βλέπουμε ακόμα και βίντεο στο Youtube. Καμία επίσημη εκπαίδευση, κανείς δεν μας προετοιμάζει για το καινούριο. Απλώς αλλάζουν το σύστημα και λένε «μπείτε και δείτε»…»

Η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα δεν είναι ένα ομοιογενές σώμα, αλλά ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ειδικοτήτων και αποστολών. Στην καρδιά της βρίσκονται τρεις μεγάλες επαγγελματικές ομάδες: οι εκπαιδευτικοί, οι υγειονομικοί και οι ένστολοι. Περίπου το 30% των δημοσίων υπαλλήλων απασχολείται στον χώρο της Παιδείας -από δασκάλους και καθηγητές μέχρι πανεπιστημιακούς. Άλλο ένα σημαντικό ποσοστό (σχεδόν το ένα τέταρτο) υπηρετεί στα σώματα ασφαλείας και ακολουθεί ο χώρος της Υγείας, με γιατρούς, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό του ΕΣΥ. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης -Δήμοι και Περιφέρειες- απορροφούν περίπου το 14% του προσωπικού, διαχειριζόμενοι κρίσιμες υπηρεσίες στην καθημερινότητα του πολίτη: καθαριότητα, ύδρευση, κοινωνικές δομές, δημοτολόγια.

Ο μέσος όρος ηλικίας στο ελληνικό Δημόσιο είναι σήμερα τα 47 έτη, ενώ τέσσερις στους δέκα υπαλλήλους πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση (στοιχεία ΑΣΕΠ 2023). Η διοίκηση μοιάζει ολοένα και περισσότερο με έναν μηχανισμό που γερνά χωρίς να ανανεώνεται. Οι νεότεροι υπάλληλοι είναι λίγοι, συχνά αναλώσιμοι, οι παλαιότεροι κουβαλούν εμπειρίες από εποχές με καρμπόν υπουργικά έγγραφα και «κανόνες που δεν γράφονται αλλά όλοι τους ξέρουν». Μια γενιά που βίωσε το πελατειακό κράτος, τις αποτυχημένες ψηφιοποιήσεις, τις μνημονιακές περικοπές και τη διαθεσιμότητα –άντεξε στις τρικυμίες, όμως δεν μεταμορφώθηκε. Και σήμερα καλείται όχι απλώς να προσαρμοστεί, αλλά να ξαναβρεί ρόλο και νόημα σε μια εποχή που αμφισβητεί τα ίδια της τα θεμέλια.

«Στα χαρτιά είμαι ΠΕ Διοικητικού. Στην πραγματικότητα κάνω από γραμματεία μέχρι τεχνική υπηρεσία, γιατί απλώς δεν υπάρχει άλλος», λέει στο ΒΗΜΑ η Ελένη Π., διοικητική υπάλληλος σε Δήμο της Κρήτης με 29 χρόνια προϋπηρεσίας. «Ό,τι μαθαίνουμε, το μαθαίνουμε μεταξύ μας, με ερωτήσεις, με δοκιμές, με λάθη, βλέπουμε ακόμα και βίντεο στο Youtube. Καμία επίσημη εκπαίδευση, κανείς δεν μας προετοιμάζει για το καινούριο. Απλώς αλλάζουν το σύστημα και λένε «μπείτε και δείτε»…»

Πολλοί από αυτούς τους υπαλλήλους δουλεύουν με κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση, με διαδικασίες που έχουν αλλάξει χωρίς ποτέ να τους το πουν ή με ψηφιακά εργαλεία που απλώς «εμφανίστηκαν» στις οθόνες τους. Το ελληνικό Δημόσιο, σε μεγάλο του μέρος, μοιάζει με έναν οργανισμό που λειτουργεί από συνήθεια, αλλά και από την αίσθηση καθήκοντος κάποιων ανθρώπων του.

Η σφραγίδα του Δημοσίου -το τελευταίο προπύργιο ενός κράτους που αλλάζει μόνο στα λόγια.

Η μονιμότητα ως θεσμική ασπίδα

«Η μονιμότητα δεν υπάρχει για να εξασφαλίζει απλώς εργασιακή ασφάλεια στους δημοσίους υπαλλήλους. Υπάρχει κυρίως για να προστατεύεται η ανεξαρτησία της εργασίας τους απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις και πιέσεις», τονίζει ο Γιώργος Πετρόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνει την πρόσφατη περίπτωση της Βιβής Τυχεροπούλου, προϊσταμένης του Εσωτερικού Ελέγχου στον ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία αποκάλυψε σοβαρές παρατυπίες στον οργανισμό και, αντί επιβράβευσης, αποκλείστηκε από τις βάσεις δεδομένων και βρέθηκε κλειδωμένη έξω από το ίδιο της το γραφείο. «Αν δεν υπήρχε μονιμότητα, θα είχε απολυθεί την επόμενη μέρα», υποστηρίζει στο ΒΗΜΑ ο κ. Πετρόπουλος.

Ο ίδιος εκτιμά επίσης ότι, στην παρούσα φάση, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δεν επιτρέπουν τέτοια σχέδια. «Εκτός κι αν το ΠΑΣΟΚ αποφασίσει να αυτοκτονήσει πολιτικά, δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία. Και αν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο σε επόμενη αναθεωρητική Βουλή, είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει μετωπική σύγκρουση με τον κόσμο της εργασίας και τα συνδικάτα. Αυτό θα σημάνει πόλεμο».

Από τα μνημόνια και μετά, οι έννοιες «μονιμότητα» και «αξιολόγηση» μετατράπηκαν από διοικητικό εργαλείο σε πολιτικό τοτέμ. Έγιναν σύμβολο μεταρρυθμίσεων, άλλοτε ουσιαστικών κι άλλοτε προσχηματικών, αλλά και σημείο διαρκούς αντιπαράθεσης: ανάμεσα σε κυβερνήσεις που ήθελαν να τις επιβάλουν ως τεκμήριο «εκσυγχρονισμού» και εργαζόμενους που -συχνά, και όχι πάντα άδικα- τις αντιμετώπιζαν ως μηχανισμούς χωρίς διαφάνεια, χωρίς εγγυήσεις και με μηδενικό αντίκτυπο στην πράξη.

Σε πρόσφατη τηλεοπτική του παρέμβαση, ο Ανδρέας Καργόπουλος, γενικός γραμματέας της ΟΛΜΕ, εξέφρασε την πλήρη αντίθεση του συνδικάτου τόσο στην επιχειρούμενη αξιολόγηση όσο και στη συζήτηση περί άρσης της μονιμότητας. Όπως τόνισε, «η αξιολόγηση που προωθείται δεν έχει καμία σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία -είναι πρόχειρη, προσχηματική και επικοινωνιακού χαρακτήρα».

Υπογράμμισε ότι ήδη το 30% (περίπου 52.000 από τους 170.000 συνολικά) των εκπαιδευτικών είναι αναπληρωτές, με χιλιάδες χαμένες ώρες διδασκαλίας και ελλείψεις σε κρίσιμα μαθήματα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι η μονιμότητα, αλλά η χρόνια υποστελέχωση. «Αντί να διορθώσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα του σχολείου, ενοχοποιούν τον πυρήνα της σταθερότητας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Μια δημόσια υπάλληλος, μια οθόνη, και γύρω της δεκάδες φάκελοι. Η μεταρρύθμιση ξεκινά πάντα από την πραγματικότητα -όχι από τις παρουσιάσεις.

Η αξιολόγηση ως αιώνιο φάντασμα

Ο Γιάννης Μπουγιούκας, νεοδιόριστος μαθηματικός και μέλος της Α΄ ΕΛΜΕ Αθήνας, τονίζει στο ΒΗΜΑ: «Η απόφαση των εκπαιδευτικών να μην συμμετέχουν σε μια αξιολόγηση που οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων και στην εμπορευματοποίηση της παιδείας, είναι πράξη ευθύνης και αξιοπρέπειας. Η κυβέρνηση φοβάται τον αγώνα μας γιατί υπερασπιζόμαστε τη δημόσια εκπαίδευση που σταδιακά υπονομεύεται από τη χρόνια υποχρηματοδότηση». Η στάση αυτή δεν προέρχεται από κάποιου τύπου άρνηση της βελτίωσης του συστήματος, αλλά από δυσπιστία απέναντι στο πλαίσιο. Όταν η αξιολόγηση φτάνει στον εκπαιδευτικό χωρίς πόρους, χωρίς υποστήριξη, χωρίς νόημα, τότε γίνεται πιο εύκολο να την απορρίψεις παρά να την εμπιστευτείς.

«Οι περισσότεροι αξιολογητές βάζουν σε όλους “εξαιρετικά”. Έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη στήριξη που παίρνουμε»

Η Μαρία Τ., φιλόλογος σε γυμνάσιο της Αττικής, περιγράφει την εμπειρία της από τη διαδικασία της αξιολόγησης. Όπως λέει, οργανώθηκε σαν να πρόκειται για κάποιου είδους θεατρική παράσταση: «Μπορούσαμε να διαλέξουμε όποιο θέμα θέλαμε, να αλλάξουμε ώρες, να αναστατωθεί το πρόγραμμα. Όλα για να βγει μια καλή εικόνα. Και η πλατφόρμα; Είναι λες και την έφτιαξε κάποιος που δεν έχει ιδέα από εκπαιδευτική δουλειά. Τα ίδια στοιχεία, τί σπουδές έχεις, ποια σεμινάρια έχεις παρακολουθήσει, ποιες επιμορφώσεις έχεις κάνει, έπρεπε να τα γράψεις ξανά και ξανά. Ένιωθα ότι περισσότερο χρόνο ξόδεψα στο copypaste παρά στο να σκεφτώ τι πραγματικά προσφέρω στους μαθητές μου».

Το πιο απογοητευτικό για τη Μαρία ήταν η άτυπη συμφωνία σιωπής. «Οι περισσότεροι αξιολογητές βάζουν σε όλους “εξαιρετικά”. Έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη στήριξη που παίρνουμε», τονίζει. Στο τέλος της διαδικασίας, αυτό που έμεινε, όπως λέει, ήταν απλώς «περισσότερο άγχος και η αίσθηση ότι δεν σε αξιολογούν, απλώς σε διαχειρίζονται».

Αφηγήσεις όπως της Μαρίας αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα της «μεταρρύθμισης»: όχι ως εργαλείο βελτίωσης, αλλά ως διαδικασία φορτωμένη με προσχήματα, σύγχυση και δυσπιστία. Και δεν είναι μεμονωμένες. Στο πεδίο, η πραγματικότητα συχνά αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Σε δημόσια υπηρεσία της Αττικής επαρχίας, το υποθηκοφυλακείο λειτουργεί με μόλις έναν (!) υπάλληλο – που κάνει ταυτόχρονα καταχωρήσεις, εξυπηρέτηση κοινού, έλεγχο τίτλων και αποστολή εγγράφων. Πώς, άραγε, θα αξιολογηθεί όταν περισσότερο λειτουργεί ως «πολυεργαλείο ανάγκης» παρά ως υπάλληλος με καθορισμένο ρόλο; Την ίδια ώρα, υποψήφιοι που έχουν περάσει επιτυχώς τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ περιμένουν για μήνες την καθαρογραφή των πινάκων για να τοποθετηθούν, συχνά σε υπηρεσίες που «στενάζουν» από την υποστελέχωση.

Μεταρρυθμίσεις χωρίς υπόβαθρο

Σε αυτό το θολό διοικητικό τοπίο, η συζήτηση για «μονιμότητα» και «αξιολόγηση» μοιάζει αποκομμένη από την πραγματικότητα. Η ίδια η διοίκηση αδυνατεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς, και την ίδια στιγμή ζητά αξιολόγηση, αποδοτικότητα και λογοδοσία. Η αξιολόγηση στο ελληνικό Δημόσιο είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων αποτυχιών. Από το 2014 ως σήμερα, κάθε κυβέρνηση επανέρχεται με διαφορετικό μοντέλο, αλλά με παρόμοια κατάληξη: δυσπιστία, τυπολατρία και αδράνεια.

Η αρχή έγινε με τον Ν.4250 επί υπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη, που συνέδεσε την αξιολόγηση με απολύσεις και διαθεσιμότητες, καθιερώνοντας ποσοστώσεις: 15% των υπαλλήλων έπρεπε να βαθμολογηθούν κάτω από τη βάση, ανεξαρτήτως απόδοσης. Η αντίδραση ήταν καθολική και το μέτρο αποσύρθηκε, αφήνοντας πίσω του τη ρετσινιά του τιμωρητικού μηχανισμού. Το 2016, ο Ν.4369 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε πιο ήπια αξιολόγηση, βασισμένη στην αυτοαξιολόγηση και την «ανάπτυξη ικανοτήτων», αλλά χωρίς επιβράβευση ή συνέπειες. Το αποτέλεσμα ήταν μια διαδικασία τυπική, σχεδόν αδιάφορη και άνευρη. Το 2022, ο Ν.4940 επανέφερε την αξιολόγηση με ψηφιακή στοχοθεσία μέσω του myPerformance. Παρά τις εξαγγελίες για διαφάνεια, η διαδικασία παραμένει αποσυνδεδεμένη από κίνητρα: δεν επηρεάζει ούτε τον μισθό ούτε την εξέλιξη, ούτε συνοδεύεται από επιμόρφωση. Για πολλούς υπαλλήλους, είναι άλλη μία γραφειοκρατική αγγαρεία. Το νέο Στρατηγικό Σχέδιο για τη Δημόσια Διοίκηση (2024–2027) υπόσχεται νέα «κουλτούρα αποτελεσματικότητας», όμως η κουλτούρα δεν αλλάζει με φόρμες και εξαγγελίες, ειδάλλως η αξιολόγηση θα παραμένει μια τελετουργία χωρίς αντίκρισμα.

«Η προϊσταμένη μου είναι 64 ετών. Περιμένει τη σύνταξη και μου το λέει. Δεν έχει κανένα κίνητρο να αλλάξει τίποτα…», λέει στο ΒΗΜΑ η Ελένη Μ., νοσηλεύτρια σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο της Αττικής. Στο μεταξύ, σε δομές όπως το ΕΣΥ, οι εργαζόμενοι δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν φόρμες και ακρωνύμια, σηκώνουν στις πλάτες τους ένα σύστημα που παραπαίει, με ελλείψεις σε προσωπικό, εξουθενωτικές βάρδιες και μια καθημερινότητα κρίσεων. Για τις νοσηλεύτριες, ειδικά, η «αξιολόγηση» συχνά μοιάζει με πολυτέλεια, το ζήτημα είναι να αντέξουν την επόμενη εφημερία, όχι να πιάσουν στόχους. «Μου φαίνεται αστείο να μιλάμε για αξιολόγηση μέσα σε αυτές τις συνθήκες που εργαζόμαστε, εδώ υπάρχουν βάρδιες που ζούμε σαν να είμαστε σε πολεμικό μέτωπο». Μέσα σε αυτό το κλίμα, η οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική φράση προκαλεί απλώς αμηχανία ή κυνισμό στο προσωπικό. Όταν η καθημερινή πραγματικότητα μετριέται σε ράντζα, υπερωρίες και ψυχική εξάντληση, η «κουλτούρα αξιολόγησης» ακούγεται σαν λέξη που δεν ανήκει στο ίδιο λεξιλόγιο. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον που σβήνει φωτιές με κουβάδες, να σου συμπληρώσει πίνακα αποδοτικότητας.

Όταν δεν αλλάζεις το σύστημα, αλλάζεις το αφήγημα

Η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα είναι ένα παράξενο πλάσμα. Συχνά τερατώδες και ανυπόφορο, ενίοτε ηρωικό και παρεξηγημένο, το οποίο όμως διαμορφώθηκε μέσα από δεκαετίες διοικητικής ασάφειας, πολιτικής εκμετάλλευσης και θεσμικής ασυνέπειας. Παρά τις διακηρύξεις για μεταρρυθμίσεις, λειτουργεί συχνά με λογικές του χθες σε έναν κόσμο που αλλάζει πιο γρήγορα απ’ όσο το ίδιο μπορεί να παρακολουθήσει.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, ο δημόσιος υπάλληλος δεν είναι ούτε το στερεότυπο του «βολεψάκια» με το φραπέ στο ένα χέρι και την αδιαφορία στο βλέμμα, ούτε ο αγνός λειτουργός που μάχεται καθημερινά για το κοινό καλό με αυταπάρνηση και ψυχραιμία. Είναι, συχνά, κάτι ενδιάμεσο: ένας εργαζόμενος εγκλωβισμένος σε δομές που δεν σχεδίασε, υποχρεωμένος να ακολουθεί κανόνες που δεν καταλαβαίνει πάντα, εξυπηρετώντας πολίτες που καθημερινά τον βλέπουν με δυσπιστία, σε έναν κόσμο που τρέχει με ταχύτητες τεχνητής νοημοσύνης.

Κι όσο συνεχίζει να του φορτώνει κανείς ευθύνες χωρίς εργαλεία, να του ζητά αποδοτικότητα μέσα σε συνθήκες εγκατάλειψης και να τον κρίνει με κανόνες που ο ίδιος δεν συμμετείχε στο να ορίσει, η μεταρρύθμιση στο δημόσιο θα παραμένει κενό γράμμα. Μια ωραία λέξη για εκθέσεις ιδεών και PowerPoint. Αν δεν του έδωσες τα μέσα, την εκπαίδευση ή το πλαίσιο, σε τι ακριβώς θα τον βοηθήσεις αφαιρώντας του τη μονιμότητα;

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου